Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Μη λεκτική συμπεριφορά


Με τον όρο μη λεκτική συμπεριφορά εννοούμε την έκφραση συναισθημάτων, διαθέσεων, στάσεων και γενικότερα την εκδήλωση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου μέσω του σώματος. Αυτή η εξωτερίκευση πραγματοποιείται μέσω μη λεκτικών καναλιών επικοινωνίας στα οποία εντάσσονται κυρίως η έκφραση και οι μορφασμοί του προσώπου, το βλέμμα, οι κινήσεις και η στάση του σώματος, η ένταση και το ύψος της φωνής κτλ.

Πιστεύω ωστόσο ότι η μη-λεκτική επικοινωνία των εκπαιδευτών ενηλίκων δεν αποτελεί φυσικό προίκισμό, κάτι δηλαδή το οποίο οφείλεται στα γονίδια του κάθε ανθρώπου, αλλά αντίθετα αποτελεί έκφραση της φιλοσοφίας του και των στάσεών του ατόμου ως εκπαιδευτής.  Για παράδειγμα, έρευνες έχουν δείξει ότι όταν οι εκπαιδευτές αντιμετωπίζουν με ενδιαφέρον τα προβλήματα των εκπαιδευομένων αυτό εκδηλώνεται και στις κινήσεις του σώματος, δηλαδή στην έκφραση του προσώπου, στο βλέμμα, στις κινήσεις των χεριών κτλ.  Συνεπώς, η μη –λεκτική συμπεριφορά μπορεί να αλλάξει και προκειμένου οι αλλαγές αυτές να είναι ειλικρινείς και μόνιμες, θα πρέπει να συνοδεύονται από μία παράλληλη αλλαγή στη φιλοσοφία του εκπαιδευτή.
Συνεπώς, ένα σημαντικό βήμα προς στην επίτευξη γνησιότερης και αποτελεσματικότερης επικοινωνίας μεταξύ εκπαιδευτή και εκπαιδευομένων είναι η συνειδητοποίηση αφενός του γεγονότος ότι η επικοινωνία δε γίνεται μόνο λεκτικά αλλά και μη – λεκτικά και αφετέρου ότι η φιλοσοφία του εκπαιδευτή εκφράζεται και στη μη –λεκτική επικοινωνία.

Πως θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η σύγκρουση στην


-      Ο εκπαιδευτής ενθαρρύνει τα μέλη να εργάζονται σε υποομάδες, δηλαδή να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που ευνοούν το χτίσιμο του ομαδικού πνεύματος.
-      Ο εκπαιδευτής είναι βοηθητικός και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνει του εκπαιδευόμενους να μειώσουν το άγχος τους. Γενικά δημιουργείται ένα καλό συναισθηματικό κλίμα στην ομάδα.
-      Φροντίζει να τηρούνται οι κανόνες λειτουργίας που έχουν συμφωνηθεί στην αρχή του μαθήματος. Οι κανόνες είναι ευκρινείς, σαφής, λειτουργικοί και αποδεκτοί από όλη την ομάδα.
-      Ο χώρος έχει διαμορφωθεί κατάλληλα, με μετακινήσεις καθισμάτων.
-      Ο βαθμός δυσκολίας της άσκησης ανταποκρίνεται στις δυνατότητες των εκπαιδευομένων. Ο ρυθμός εργασίας μπορεί να προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες ανάγκες της ομάδας. Οι εκπαιδευόμενοι εργάζονται χωρίς άγχος και βιασύνη.
-      Ο εκπαιδευτής έχει οργανώσει με επιτυχία και φροντίδα το πρόγραμμα.
-      Ο εκπαιδευτής ενθαρρύνει και επιβραβεύει τα επιτεύγματα των εκπαιδευομένων.

Όσον αφορά τα στοιχεία που συμβάλουν στην επίτευξη θετικού κλίματος, φαίνεται ότι οι συμμετέχοντες παρά τις διαφοροποιήσεις του (για παράδειγμα ανήκουν σε διαφορετικές παρατάξεις ή έχουν διαφορετικούς ρόλους) έχουν μία συλλογική αντίληψη, δηλαδή έχουν επίγνωση ότι αποτελούν ενεργά μέλη μιας ομάδας με κύριο ενοποιητικό στοιχείο την ιδιότητά τους ως πολίτες ενός δήμου ή μιας περιοχής που τους απασχολεί ένα κοινό πρόβλημα. Με άλλα λόγια δηλαδή έχουν ένα ισχυρό κοινό στόχο, ένα πρόβλημα που πρέπει από κοινού να αντιμετωπίσουν. Μέσα από τα συμμετοχή τους στην ομάδα, αναμένουν να ικανοποιήσουν κάποιες ανάγκες τους είτε προσωπικές είτε συλλογικές.
Όσον αφορά στα εμπόδια προς την επίτευξη θετικού κλίματος, θα σχολίαζα αφενός τις σχέσεις των μελών που δεν χαρακτηρίζονται από απόλυτη εμπιστοσύνη αλλά και την μη αποδοχή των κανόνων από όλα τα μέλη της ομάδας

Παιχνίδι ρόλων


Ο σκοπός του παιχνιδιού ρόλων είναι κατά βάση η επίλυση από μέρους των εκπαιδευομένων διαφόρων ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τη συμπεριφορά, τις επικοινωνιακές ικανότητες, τις συγκρούσεις, τις κοινωνικές σχέσεις, την έκφρασή τους κτλ. Ως εκ τούτου, δε συμφωνώ με την παραπάνω πρόταση καθώς ζητούμενο του παιχνιδιού ρόλων, ως εκπαιδευτική τεχνική, είναι η αλλαγή της σκέψης και της συμπεριφοράς των εκπαιδευομένων τόσο κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού αλλά κυρίως μετά, δηλαδή στην πραγματική ζωή.
Για αυτό το λόγο, ένα απαραίτητο στάδιο που πρέπει να συνοδεύει το παιχνίδι ρόλων είναι η συζήτηση, κατά τη διάρκεια της οποίας εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενοι έχουν το χρόνο να κατανοήσουν τα συναισθήματά τους, να διατυπώσουν τις γνώμες τους, να συνθέσουν τις απόψεις και να εξάγουν συμπεράσματα με σκοπό την αλλαγή της σκέψης, της συμπεριφοράς και της έκφρασης των συμμετεχόντων στην πραγματική ζωή.

Η άσκηση και η τεχνική των ερωτήσεων απαντήσεων στην εκπαίδευση


Άσκηση θεωρείται κάθε μορφή ατομικής ή συλλογικής εργασίας που έχει ως στόχο να οδηγήσει τους εκπαιδευομένους στην εκτίμηση του τι έμαθαν και σε ποιο βαθμό το έμαθαν. Δηλαδή οι ασκήσεις βοηθούν κατά κύριο λόγο τον εκπαιδευόμενο να αξιολογήσει τη μάθησή του αλλά και τον εκπαιδευτή να αξιολογήσει τη μάθηση των εκπαιδευομένων, δηλαδή τις ελλείψεις των εκπαιδευομένων, τα σημεία που εμπεδώθηκαν αποτελεσματικά κτλ.
Ωστόσο, οι ασκήσεις πρέπει να κινητοποιούν το ενδιαφέρον των εκπαιδευομένων και να ενεργοποιούν τη συμμετοχή όλης της ομάδας. Για παράδειγμα μία άσκηση μπορεί να περιλαμβάνει ασκήσεις διαφόρων τύπων (πχ. συμπλήρωσης κενών, σωστού-λάθους, ιεράρχησης κτλ) έτσι ώστε να γίνει πιο ενδιαφέρουσα. Ειδικά όταν η άσκηση αναμένεται να καλύψει μεγάλο χρονικό διάστημα, ή όταν η προσοχή των εκπαιδευομένων διασπάται τότε συνιστάται ο εμπλουτισμός της άσκησης με την ενσωμάτωση ενεργητικών τεχνικών. Μια αποτελεσματική τεχνική που μπορεί άμεσα να κινητοποιήσει τους εκπαιδευομένους είναι η τεχνική των ερωτήσεων-απαντήσεων. Ωστόσο, ο εκπαιδευτής πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένος, έτσι ώστε οι ερωτήσεις να είναι σαφείς και να εξυπηρετούν τους στόχους της άσκησης.
Συμπερασματικά λοιπόν, η τεχνική των ερωτήσεων-απαντήσεων αποτελεί μια ενεργητική τεχνική που μπορεί να αποτελέσει μέρος μιας άσκησης, προκειμένου να κάνει την άσκηση πιο αποτελεσματική και ενδιαφέρουσα για τους εκπαιδευομένους.

Ο εκπαιδευτικός υλοποιεί τη συγκεκριμένη άσκηση προκειμένου να ελέγξει τη γνώση των μαθητών πάνω σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Ο εκπαιδευτής έχει αρκετή εμπειρία, κινείται άνετα στο χώρο και δεν είναι καθηλωμένος πίσω από μια έδρα. Επίσης, προσπαθεί με τον τόνο της φωνής του, με το σώμα του αλλά και γράφοντας κάποια καίρια σημεία στον πίνακα σαν ενεργοποιήσει και να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον των μαθητών. Οι ερωτήσεις που θέτει απευθύνονται σε όλη την τάξη, αν και ορισμένες φορές φαίνεται να απευθύνει την ερώτηση σε συγκεκριμένους μαθητές δίνοντας την εντύπωση ότι θέλει να αξιολογήσει την γνώση τους.
Ένα βασικό πρόβλημα που εντοπίζω στον τρόπο εφαρμογής της άσκησης είναι ότι η ομάδα των εκπαιδευομένων δεν κατανοεί ούτε συμμερίζεται τους σκοπούς της άσκησης. Για την ακρίβεια, ένα μέρος της ομάδας διαμαρτύρεται ότι η άσκηση δεν ανταποκρίνεται στα ενδιαφέροντά της, αποτελεί παρωχημένη γνώση και δεν έχει πρακτική εφαρμογή στην καθημερινότητά τους.
Ένα δεύτερο ζήτημα, είναι ότι ο εκπαιδευτής δε έχει εξασφαλίσει το θετικό συναισθηματικό κλίμα της ομάδας με αποτέλεσμα κάποιοι μαθητές να είναι αρνητικοί και άλλοι να έχουν στραμμένο το ενδιαφέρον τους σε διαφορετικές δραστηριότητες. Υπάρχουν επίσης και κάποια ζητήματα που απασχολούν την ομάδα και είναι σε εκκρεμότητα. Για παράδειγμα μία μαθήτρια θέτει το ζήτημα των πολιτιστικών ανισοτήτων, ένας άλλο μαθητής δεν φαίνεται να συμμετέχει καθόλου κτλ.
Ωστόσο και παρά τα προαναφερθέντα προβλήματα της ομάδας, η συγκεκριμένη άσκηση θα μπορούσε να γίνει πιο αποτελεσματική αν ο εκπαιδευτής ενεργοποιούσε το ενδιαφέρον των μαθητών και τους δημιουργούσε εσωτερικά κίνητρα μάθησης. Θα μπορούσε για παράδειγμα να εντάξει στην άσκηση ένα απόσπασμα από τη σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία ή ένα απόσπασμα από ένα κινηματογραφικό έργο, στα οποία να αναφέρεται η υποτακτική αορίστου, δίνοντας τη δυνατότητα στους μαθητές να κατανοήσουν μόνοι τους τη χρησιμότητα και αξία της συγκεκριμένης γνώσης.

Ο ρόλος του αντιρρησία και πως θα πρέπει να


Οι ρόλοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί στη δυναμική και στη διεργασία της ομάδας καθώς εκφράζουν ανάγκες της ομάδας. Οι ρόλοι μπορούν να αξιοποιηθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία και για αυτό το λόγο δεν θα πρέπει να επιχειρείται η αποσιώπησή τους αλλά ούτε και η παγίωσή τους σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Για παράδειγμα, αν ο εκπαιδευτής αναγνωρίσει το ρόλο του γελωτοποιού, συνυπολογίζοντας και τα μη λεκτικά μηνύματα των μελών της ομάδας, θα πρέπει να αναρωτηθεί μήπως η ομάδα έχει κουραστεί, ή βρίσκει το αντικείμενο βαρετό κτλ. Εφόσον αναγνωρίσει την ανάγκη της ομάδας θα μπορέσει να πρωβεί σε διορθωτικές παρεμβάσεις, για παράδειγμα να κάνει διάλειμμα, να αλλάξει το θέμα κτλ.
Το ίδιο ισχύει και για τους δύσκολους ρόλους, ένας από τους οποίους είναι και ο αντιρρησίας, ο οποίος εκφράζει την ανάγκη για αυτόνομη και δημιουργική ανάπτυξη, για διαμόρφωση και έκφραση άποψης μέσα στην ομάδα. Ο εκπαιδευτής μπορεί να αξιοποιεί τις αντιρρήσεις του εκπαιδευόμενου λέγοντας για παράδειγμα «Ο Χ εισάγει νέες οπτικές στο θέμα. Θέλει, κάποιος εκπαιδευόμενος να αναφέρει ακόμη μία διαφορετική άποψη». Επιπλέον, ο ρόλος αυτός αποτελεί μια νύξη ότι ίσως δεν πάει κάτι καλά στην όλη διαδικασία. Ίσως για παράδειγμα το περιεχόμενο δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των εκπαιδευομένων, ίσως τα ζητούμενα είναι πολύ δύσκολα και δεν συνάδουν με το επίπεδο των εκπαιδευομένων, ίσως ο ρυθμός είναι πολύ γρήγορος ή αντίθετα πολύ αργός κτλ.
Οι αντιρρήσεις, αποτελούν επίσης μια καλή ευκαιρία να κατανοήσουν οι εκπαιδευόμενοι ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για ένα συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο, αν ο αντιρρησίας δυσκολεύει την εξέλιξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ο εκπαιδευτής θα πρέπει να εμπλέξει την ομάδα δηλώνοντας ότι παρακωλύεται η εκπαιδευτική διαδικασία. Θα πρέπει ωστόσο να φροντίσει να μην στιγματιστεί ο

παράγοντες που δυσκολεύουν γενικά την ένταξη και παραμονή ευπαθών ομάδων σε προγράμματά εκπαίδευσης


Οι γενικοί παράγοντες που δυσκολεύουν γενικά την ένταξη και παραμονή ευπαθών ομάδων σε προγράμματά εκπαίδευσης είναι συνοπτικά οι παρακάτω:

- Η έλλειψη θέσεων εργασίας,
- Τα προγράμματα αυτά πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στα χαρακτηριστικά των ομάδων,
- Η έλλειψη συνέχειας των προγραμμάτων και οικονομικών πόρων.
- Η μη σύνδεση των προγραμμάτων με συστήματα ψυχο-κοινωνικής στήριξης που θα επιτρέψουν την ομαλή ένταξη.
- Η έλλειψη υποστηρικτικού πλαισίου όπως την οικογένειας
- Οι προηγούμενες αρνητικές εμπειρίες από το σύστημα της εκπαίδευσης
- Τα ψυχο-κοινωνικά προβλήματα των ανθρώπων που

Όσον αφορά στις γνώσεις που πρέπει να έχει ένας αποτελεσματικός εκπαιδευτής ενηλίκων να πρέπει να έχει καλή γνώση του θέματος που διδάσκει, Να γνωρίζει τον σκοπό της εκπαίδευσης ενηλίκων αλλά και τον σκοπό του προγράμματος εκπαίδευσης, να γνωρίζει τις αρχές της δυναμικής της ομάδας, να γνωρίζει τις προσδοκίες των εκπαιδευομένων αλλά και το ρόλο του ως πρότυπο που επηρεάζει, λεκτικά και μη-λεκτικά τη δυναμική της ομάδας.
Όσον αφορά στις ικανότητες ο αποτελεσματικός εκπαιδευτής ενηλίκων έχει χιούμορ και ευγένεια, είναι ανοιχτός στην γόνιμη αυτοκριτική αλλά και στην κριτική της ομάδας, υιοθετεί την ομαδική εργασία στη μάθηση, είναι καλός άνθρωπος (με την έννοια ότι θέλει πραγματικά την εξέλιξη των εκπαιδευομένων του), λειτουργεί με εν-συναίσθηση, θέτει όρια στον εαυτό του αλλά και στις προσδοκίες των εκπαιδευομένων, αν αγαπάει αυτό που κάνει, να έχει καλή αίσθηση του χειρισμού και του καταμερισμού του χρόνου.
Η λειτουργία μιας συνεκτικής ομάδας των εκπαιδευομένων, δηλαδή ο βαθμός στον οποίο αισθάνονται δεμένοι οι σπουδαστές, συμβάλει στη δημιουργία κλίματος οικειότητας, φιλίας και εμπιστοσύνης, μειώνει τις ανταγωνιστικές σχέσεις και τις συγκρούσεις, μειώνει το άγχος των μελών να εκφράσουν τις απόψεις και τα συναισθήματά τους, μειώνει τις αποχωρήσεις από την ομάδα, αυξάνει την εμπλοκή στη διεργασία της μάθησης.
Το αίσθημα ευθύνης στους εκπαιδευόμενους καλλιεργείται με τον να αισθάνονται ότι η γνώμη τους γίνεται σεβαστή, όταν συμμετέχουν στη στοχοθέτηση, όταν υπάρχει αλληλοσεβασμός, και εμπιστοσύνη, όταν δουλεύουν ομαδικά, όταν μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους και την κριτική τους και όταν υπάρχει σεβασμός από όλους για τους κανόνες της ομάδας.
Μέσα σε μια ομάδα είναι πιθανόν να εκφράζονται διαφωνίες, τις οποίες για να αντιμετωπίσει και αξιοποιήσει ο εκπαιδευτής θα πρέπει να ενστερνίζεται στις παρακάτω σημαντικές απόψεις: α) οι διαφωνίες τις περισσότερες φορές σημαίνουν πλούτο διαφορετικών απόψεων και εμπειριών. Αυτό σημαίνει, ότι εφόσον κοινός στόχος όλων των συμμετεχόντων είναι η αξιοποίηση αυτού του πλούτου, προκειμένου να εμπλουτιστεί η μάθηση ο διαφωνίες θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές. Β) Η ύπαρξη διαφωνιών δε καθιστούν απειλή για την ομάδα καθώς πολλές φορές εκφράζουν συγκεκριμένες ανάγκες που δεν έχουν  καλυφθεί. Για αυτό το λόγο θα πρέπει να αξιοποιούνται δημιουργικά. Με αυτόν τον τρόπο οι συμμετέχοντας αισθάνονται ότι γίνεται αποδεκτή η άποψή τους.
Ο εκπαιδευτής στη διάρκεια ενός εκπαιδευτικού προγράμματος μπορεί να αντιμετωπίσει δύσκολους εκπαιδευόμενους. Είναι σημαντικό να κατανοεί τα δικά του συναισθήματα, τη φύση και την πηγή τους ώστε να αποφύγει βίαιες αντιδράσεις απέναντι σε αυτούς τους εκπαιδευόμενους. Είναι σημαντικό να συζητήσει με την ομάδα το πρόβλημα και πως αυτό εμποδίζει τη διεργασία της ομάδας, αποφεύγοντας ωστόσο να στιγματίσει τους δύσκολους εκπαιδευόμενους ή να στρέψει την ομάδα εναντίον τους. Άλλωστε είναι πιθανό οι δύσκολοι εκπαιδευόμενοι να εκφράζουν τη δυσαρέσκεια της ομάδας συνολικά. Για αυτό ο εκπαιδευτής θα πρέπει να προσπαθήσει να αναγνωρίσει και μη-λεκτικά μηνύματα επικοινωνίας.

Η ομαδα στην εκπαιδευση ενηλικων


Η δυναμική της ομάδας αναφέρεται σε ότι συμβαίνει στην ομάδα, στα χαρακτηριστικά των μελών της, στην ποιότητα του ηγέτη, στις σχέσεις που αναπτύσσονται, στη σχέση της ομάδας με το περιβάλλον, στους ρόλους, στη δομή και στη συνοχή, κτλ. Καθώς η ομάδα εξελίσσεται αναπτύσσονται κανόνες, ρόλοι, συνεκτικές σχέσεις που διαφοροποιούν την ομάδα από μία τυχαία συνάθροιση ανθρώπων.  

 Η διεργασία της ομάδας αφορά στην αλληλουχία γεγονότων που συμβαίνουν καθώς εξελίσσεται η ομάδα, δηλαδή αφορά στις πράξεις, στις αντιδράσεις και στις συμπεριφορές που αναπτύσσονται καθώς η ομάδα προσπαθεί να επιτύχει τους στόχους της. Ο εκπαιδευτής μπορεί να παρακολουθεί τη διεργασία της ομάδας, για παράδειγμα την προσπάθεια να επιλύσει ένα πρόβλημα και να παρέμβει όταν και όπου χρειάζεται προσπαθώντας να κάνει την ομάδα να κατανοήσει τη διεργασία της και αν χρειαστεί να την αλλάξει.

Οι ρόλοι σε μια ομάδα, είναι σύνολα από συμπεριφορές και προσδοκίες για την συμπεριφορά των μελών. Οργανώνονται γύρω από την ευθύνη για ένα έργο και ενισχύονται με την απαραίτητη ισχύ. Σε όλες τις ομάδες τα μέλη αναλαμβάνουν διαφορετικούς ρόλους ανάλογα με το τι πιστεύεται για αυτά, ενώ κάποιες φορές υπάρχει διάσταση σε αυτό που πιστεύει ένα μέλος για τον εαυτό του και στον τρόπο που τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι. Οι ρόλοι δεν είναι πάντοτε οι ίδιοι, ούτε εκφράζονται από τα ίδια άτομα. Επίσης στη βιβλιογραφία, υπάρχουν διάφοροι ορισμοί για τον ίδιο ή για παρεμφερείς ρόλους. Οι ρόλοι είναι κάτι περισσότερο από την έκφραση προσωπικών αδυναμιών ή ιδιαιτεροτήτων.

Μερικοί τυπικοί ρόλοι που αναδύονται σε μια ομάδα είναι οι εξής:
Ο ρόλος του ηγέτη: Αναλαμβάνει πρωτοβουλίες προς την επίτευξη των στόχων, εκφράζει τις ανάγκες τις ομάδας και εκπροσωπεί τα συμφέροντά της. Ως ρόλο εκφράζει την επιθυμία της ομάδας να ανταπεξέλθει στο έργο και να πετύχει τους στόχους της αλλά και να διατηρήσει τη συνοχή της σε υψηλό επίπεδο.
Ο ρόλος του συναισθηματικά υπεύθυνου/ συγκινησιακό βαρόμετρο: Είναι το άτομο που συνεχώς διαφωνεί και δυσανασχετεί σε κάθε αλλαγή, όταν ζητείται από την ομάδα κάτι διαφορετικό. Εκφράζει την ανάγκη της ομάδας να εκφράζει τα συναισθήματα της. Παρόμοιος ρόλος είναι και αυτός του γελωτοποιού που εκφράσει την ανάγκη της ομάδας για ξεκούραση και ο ρόλος του πειραχτηριού.
Ο αντιρρησίας: Εκφράζει τις αντιρρήσεις του και με αυτόν τον ρόλο εκφράζει την ανάγκη της ομάδας για αυτοδιάθεση αλλά και την ανάπτυξη μέσω της αντιπαράθεσης.
Ο ιδιαίτερος/ αποκλίνων: Είναι αυτός που θέλει να δουλεύει με το δικό του τρόπο και ρυθμό. Εκφράζει την ανάγκη των μελών της ομάδας να συνδεθούν με τις προσωπικές τους ανάγκες, τις προσωπικές τους ανάγκες και την πορεία της ζωής τους. Αν δεν ενσωματωθεί μπορεί να καταλήξει παρείσακτος.
Ο αποδιοπομπαίος τράγος αναλαμβάνει το φορτίο του λάθους. Εκφράζει την ανάγκη της ομάδας να αναγνωρίζει τα λάθη της αλλά και το γεγονός ότι τα λάθη μπορούν να είναι εποικοδομητικά.
Ο συνεχώς ερωτών: Δίνει τη δυνατότητα στον εκπαιδευτή να παρατείνει την εισήγηση και κατά συνέπεια εκφράζει την ανάγκη της ομάδας να γυρίσει στις τυπικές μορφές διδασκαλίας.
Ο Παντογνώστης, ο ειδικός, ο λεπτολόγος: Η συμβολή τους στη διεργασία είναι ότι προσανατολίζουν την ομάδα στο έργο που έχει αναλάβει.

Οι ρόλοι σε μια ομάδα είναι χρήσιμοι καθώς εκφράζουν και υπηρετούν συγκεκριμένες ανάγκες της ομάδας. Ωστόσο, καθίστανται δυσλειτουργικοί σε δύο περιπτώσεις: α) Όταν παγιώνονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και με συγκεκριμένη μορφή και β) όταν επιχειρείται η αποσιώπησή τους. Αυτό σημαίνει ότι ο εκπαιδευτής πρέπει να προσπαθεί να κατανοεί και να αναγνωρίζει τους ρόλους που αναδύονται σε μια ομάδα και να του αξιοποιεί ανάλογα. Για παράδειγμα όταν διαπιστώσει ότι ένα μέλος κάνει συνεχώς αστεία ενδεχόμενα να κατανοήσει ότι πρέπει να γίνει διάλειμμα ή να αλλάξει τον τρόπο εργασίας. Η μπορεί να χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο ρόλο λέγοντας για παράδειγμα «Βλέπουμε, τα τελευταία λεπτά ο χ κάνει συνεχώς αστεία, το προτείνετε;»
Ο εκπαιδευτής μπορεί να αξιοποιήσει του ρόλους προκειμένου να ενεργοποιήσει όλα τα μέλη. Έχει αποδειχτεί ότι τα αδύναμα μέλη συμμετέχουν περισσότερο όταν τους δοθούν συγκεκριμένες εργασίες και πληροφορίες. να εντάξει κάποιο μέλος που είναι απομονωμένο, αναθέτοντος του για παράδειγμα κάποιον ρόλο ευθύνης. Επίσης, μπορεί να αντιμετωπίσει ένα μέλος που μονοπωλεί το ενδιαφέρον αν στραφεί στην ομάδα εμπλέκοντας όλα τα μέλη στη συζήτηση.

Όσον αφορά στους δύσκολους ρόλους σε μια ομάδα στη συμβουλευτική διαδικασία, αυτοί δυσκολεύουν την επικοινωνία στην ομάδα καθώς τα μέλη που τους υποδύονται παρεμβαίνουν με το δικό τους τρόπο και αλλοιώνουν τη δυναμική της. Πολλές φορές αλλάζουν τη ροή της συμβουλευτικής διαδικασίας αλλοιώνοντας ακόμη και τον αρχικό σχεδιασμό της. Ωστόσο, ο εκπαιδευτής μπορεί να αντλήσει πληροφορίες από τους συγκεκριμένους ρόλους, καθώς αυτοί εκφράζουν τις στάσεις και τη προδιάθεση της ομάδας καθώς και συγκεκριμένα συναισθήματα. Ως εκ τούτου, ο εκπαιδευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει τους ρόλους ως ανατροφοδότηση για να αλλάξει τη διαδικασία.

Ο εκπαιδευτής πρέπει να αντιμετωπίζει τους ρόλους ως εξής:
Α) Να αναγνωρίζει τους ρόλους και τη σημασία τους για τη διεργασία της ομάδας, Β) Να αξιολογεί αξιοποιώντας και άλλα στοιχεία (πχ τη μη-λεκτική επικοινωνία) την αξία του ρόλου τη δεδομένη στιγμή και γ) Να παρεμβαίνει προς όφελος της ομάδας. Αν διαπιστώσει ο εκπαιδευτής ότι κάποιοι ρόλοι έχουν παγιωθεί σε συγκεκριμένα άτομα συνιστάται η παρέμβαση του. Αν επίσης διαπιστώσει ότι οι ρόλοι εναλλάσσονται επιτυχώς είναι θεμιτό να επικροτείται η ομάδα. Επίσης αν κάποια άτομα δεν έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες μπορεί να επιχειρηθεί η ανάθεση του ρόλου του ηγέτη. Επίσης, οι ρόλοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ενεργοποιηθεί η συμμετοχή όλων των μελών της ομάδας. Έχει αποδειχτεί ότι τα αδύναμα μέλη αυξάνουν τη συμμετοχή τους αν τους δοθούν συγκεκριμένα εργαλεία και πληροφορίες που βοηθούν το έργο της ομάδας.

Τα στάδια ωρίμανσης και ανάπτυξης μιας ομάδας είναι τα εξής: Διαμόρφωση, σύγκρουση, ρύθμιση, απόδοση, ολοκλήρωση. Στο στάδιο σύγκρουσης της ομάδας ο εκπαιδευτής μπορεί να βοηθήσει τα μέλη της ομάδας, βοηθώντας τους να κατανοήσουν τα αίτια τους άγχους τους, να κατανοήσουν τις στάσεις και τις συμπεριφορές που προκαλούν τις συγκρούσεις, να φροντίσει να τηρούνται οι κανόνες που έχουν συμφωνηθεί, να αντιμετωπίζουν ευθέως και δημιουργικά τις συγκρούσεις, να προστατεύσει τα μέλη από επιθετική συμπεριφορά. Να επιλύουν δημιουργικά τις διαφορές, να αναστοχαστουν όσον αφορά στις αιτίες των συγκρούσεων, να αποσαφηνίσουν το ρόλο που έχουν στην ομάδα.

Το εκπαιδευτικό συμβόλαιο γίνεται στην αρχή του προγράμματος και στο πρώτο στάδιο της εξέλιξης της ομάδας που είναι η διαμόρφωση. Το εκπαιδευτικό συμβόλαιο ισχύει για όλη τη διάρκεια το προγράμματος αν και μπορεί να δεχτεί τροποποιήσεις. Το συμβόλαιο πρέπει να περιλαμβάνει: τι ανάγκες των εκπαιδευομένων, τη διατύπωση των προσδοκώμενων στόχων, τις μέθοδος διδασκαλίας, τους κανόνες λειτουργίας της ομάδας, την

Η προσέγγιση του Paolo Freire για την εκπαίδευση ενηλίκων.


Ο Paolo Freire πιστεύει πως η τυπική εκπαίδευση μεταφέρει την κυρίαρχη κουλτούρα και ιδεολογία μέσω της απομνημόνευσης. Την εκπαίδευση αυτή την ονομάζει αποταμιευτική εκπαίδευση. Αντίθετα το μοντέλο που προτείνει ονομάζεται εκπαίδευση ανάδειξη προβλημάτων και στοχεύει στη σύνδεση της κοινωνικής πραγματικότητας με τη συνείδηση των εκπαιδευομένων με σκοπό την κοινωνική αλλαγή. Επομένως η εκπαίδευση της αποταμίευσης εκφράσει την άρχουσα τάξη και έρχεται σε αντιπαράθεση με την εκπαίδευση της ανάδειξης προβλημάτων που εκφράζει τους καταπιεσμένους. Σκοπός της εκπαίδευσης πρέπει να είναι η χειραφέτηση των καταπιεσμένων.
Περιγράψτε την έννοια της πράξης σύμφωνα με την οπτική του Paolo Freire. Η πράξη σύμφωνα με τον Freire στοχεύει στην ανάπτυξη του κριτικού στοχασμού μέσω αναπαραστάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας και είναι σημαντική καθώς οδηγεί στην αμφισβήτηση της υπάρχουσας γνώσης. Η αμφισβήτηση είναι σημαντική καθώς οδηγεί τον εκπαιδευόμενο στη συνειδητοποίηση και τελικά στην κοινωνική αλλαγή. Η πράξη δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο στοχασμός πάνω στην εμπειρία που εναρμονίζεται με την ανάληψη κοινωνικής δράσης. Η πράξη σύμφωνα με τον Freire στοχεύει στον εξανθρωπισμό και στο μετασχηματισμό του κοινωνικό-πολιτισμικού περιβάλλοντος του ενήλικου εκπαιδευόμενου.  
Με όρο κριτική συνειδητοποίηση εννοούμε την απόκτηση μιας σταθερής κριτικής θέασης έτσι οι καταπιεζόμενοι να αντιλαμβάνονται στις δομές της κοινωνίας που τους καταπιέζουν, οδηγούν στην απανθρωποίησή της. Σε συνεργασία με τον εκπαιδευτή εκτός από τη συνειδητοποίηση θα είναι σε θέση θα θέσουν τις βάσεις και να αναλάβουν δράση για κοινωνική αλλαγή. Η κριτική συνειδητοποίηση επιτυγχάνεται μέσω της κατανόησης των αιτιών που οδηγούν στη δημιουργία καταπιεστικών δομών.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Η ανδραγωγική θεωρία του Malcolm Knowles.


Ποια είναι η συμβολή της ανδραγωγικής στη θεωρία της μάθησης και στην πρακτική της εκπαίδευσης ενηλίκων; Ποια στοιχεία της ανδραγωγικής θεωρούνται ως κύριες καινοτομίες.
Η ανδραγωγική αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή προσπάθεια να διαμορφωθεί μια περιεκτική θεωρία στην εκπαίδευση των ενηλίκων. Η συγκεκριμένη θεωρητική προσέγγιση που επικράτησε για χρόνια στις ΗΠΑ άσκησε σημαντική επιρροή δίνοντας έμφαση στα ανθρωπιστικά ιδεώδη της εκπαίδευσης ενηλίκων, δημιουργώντας τις βάσεις για σημαντικές συζητήσεις σχετικά με τη φύση και την πρακτική της εκπαίδευσης ενηλίκων.
Οι κύριες καινοτομίες είναι η έμφαση στα χαρακτηριστικά των ενήλικων εκπαιδευομένων και ειδικά στην τάση τους για αυτοδιάθεση και αυτοδιαχείρηση της μάθησης μέσω της ανάληψης συγκεκριμένων πρωτοβουλιών και στον εμψυχωτικό ρόλο των εκπαιδευτών.
Οι παραδοχές της ανδραγωγικής είναι με συντομία οι εξής:
Α) Οι ενήλικοι πρέπει να γνωρίζουν αυτό που μαθαίνουν και τον σκοπό της μάθησης πριν εμπλακούν στη μάθηση. Οι εκπαιδευτές πρέπει να βοηθούν τους εκπαιδευόμενους να αναγνωρίζουν τη χρησιμότητα αυτού που μαθαίνουν.
Β) Οι ενήλικοι έχουν την τάση για αυτό-διαχείρηση και θέλουν και οι άλλοι να τους αντιμετωπίζουν με αυτόν τον τρόπο.  θέλουν να συμμετέχουν στη διαμόρφωση της μάθησης. Ο εκπαιδευτής θα πρέπει να φέρετε στους ενήλικους με σεβασμό.
Γ) Οι ενήλικοι έχουν συγκεκριμένες εμπειρίες, οι οποίες πρέπει να αξιοποιούνται μέσω της βιωματικής μάθησης.
Δ) Η μάθηση πρέπει να συνδέεται με συγκεκριμένα προβλήματα από την καθημερινή εμπειρία των εκπαιδευομένων και όχι να είναι γενική και αφηρημένη
Ε) Η έμφαση είναι στο πρόβλημα και όχι στην παροχή ακαδημαϊκών γνώσεων
Στ) Τα πιο σημαντικά κίνητρα των ενήλικων εκπαιδευομένων είναι τα εσωτερικά και όχι τα εξωτερικά κίνητρα.
O Knowles περιέγραψε μια σειρά από πρακτικές για την εκπαίδευση με βάση τις αρχές της ανδραγωγικής: α) Το μαθησιακό κλίμα βασίζεται στον αλληλοσεβασμό, στην ελευθερία έκφρασης, στο διάλογο, β) Το περιεχόμενο της διδασκαλία απαντά στις ανάγκες των εκπαιδευομένων και έχει σχέση με τα πραγματικά τους προβλήματα, γ) Ο εκπαιδευτής δεν είναι μεταφορέας γνώσης αλλά ένας διευκολυντής που ενθαρρύνει την ενεργητική συμμετοχή των εκπαιδευομένων, δ) Οι εκπαιδευόμενοι συμμετέχουν σε όλα τα στάδια της μάθησης. Ε) Οι μέθοδοι που επιλέγονται προάγουν τη συμμετοχή, την αλληλεπίδραση, την ανταλλαγή εμπειριών, την ευρετική πορεία προς τη γνώση κτλ όπως τα παιχνίδια ρόλων, οι προσωμοιώσεις, οι πρακτικές ασκήσεις κτλ.
Όσον αφορά στην αξιολόγηση, σύμφωνα με τη θεωρία της ανδραγωγικής αποτελεί ευθύνη και του εκπαιδευόμενου. Ο εκπαιδευτής θα πρέπει να δημιουργήσει ένα πρότυπο από δεξιότητες που απαιτούνται έτσι ώστε να επιτευχθεί ένα ιδανικό μοντέλο απόδοσης και με βάση αυτό το πρότυπο να μπορεί να αυτό-αξιολογηθεί ο εκπαιδευόμενος ως προς την κατάκτηση τν δεξιοτήτων.
Ο ρόλος του εκπαιδευτή είναι αυτός του διεκολυντή (facilitaror). Ο δεικολυντής ενθαρρύνει, παροτρύνει, ενισχύει και βοηθάει τη μάθηση. Έχει την ευθύνη της μαθησιακής διεργασίας αλλά και σε συνεργασία με τους εκπαιδευομένους. Συνεπώς, στα πλαίσια της ανδραγωγικής η ευθύνη της μάθησης μετατοπίζεται από τον εκπαιδευτή στους εκπαιδευομένους.

Οι απόψεις του John Dewey για την εκπαίδευση ενηλίκων / Ενεργητική- Βιωματική μάθηση


Ο John Dewey θεωρείται ο πρώτος στοχαστής που ασχολήθηκε συστηματικά με την εμπειρική μάθηση. Ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την εκπαίδευση στην παιδική ηλικία ωστόσο θεωρείται και ένας από τους σημαντικότερους θεμελιωτές της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης. Αυτό γίνεται γιατί έθεσε σε ένα αδιαχώριστο συνεχές την αρχική με τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Ο Dewey έθεσε τη μάθηση ως μια συνεχή διαδικασία ανάπτυξης που συνεχίζεται σε όλη τη ζωή του ανθρώπου αρκεί τα προηγούμενα στάδια να έχουν τεθεί σε στέρεες βάσεις. Στο έργο του εμπειρία και εκπαίδευση υποστήριξε ότι ο άνθρωπος είναι δυνατόν να βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία εκπαίδευσης. Ο Dewey αμφισβήτησε την  αποτελεσματικότητα των τυπικών μεθόδων μάθησης που καλούν τους εκπαιδευομένους να αφομοιώσουν έτοιμη γνώση, η οποία θεωρείται στατική και όμοια στο μέλλον. Αντίθετα υποστήριξε ότι μαθησιακές διεργασίες που στηρίζονται στην εμπειρία και στη δράση είναι πιο αποτελεσματικές. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες ενδυναμώνεται η πρωτοβουλία και η επιθυμία για περισσότερη μάθηση.
Ο Dewey δεν περιορίστηκε να διατυπώσει τις αρχές εκπαίδευσης ενηλίκων μέσα από την αμπάρια αλλά προχώρησε στη διατύπωση μιας συγκεκριμένης μεθοδολογίας.  Περιέγραψε την εμπειρική μάθηση σαν έναν αέναο κύκλο, όπου σε κάθε στάδιο το άτομο εμπλέκετε σε μια εμπειρία και στη συνέχεια προβαίνει σε συστηματική παρατήρηση και προβλέπει τις συνέπειες της ίδιας του της δράσης.
Συμπερασματικά, ο Dewey είναι εκείνος που προσδιόρισε ότι η μάθηση είναι η διεργασία άντλησης νοήματος από την εμπειρία και ότι ο στοχασμός πάνω στην εμπειρία είναι κύριο στοιχείο της εκπαιδευτικής διεργασίας.
Οι απόψεις του Dewey επηρέασαν βαθιά σημαντικούς στοχαστές της εκπαίδευσης όπως ο Linderman, ο Knowles, ο Carl Rogers, ο Mezirow και άλλοι.
Οι κυριότερες αρχές της εμπειρικής- βιωματικής μάθησης είναι οι παρακάτω: α) Η βιωματική μάθηση αξιοποιεί τα βιώματα των εκπαιδευομένων, β) ενεργοποιεί την συμμετοχή τους, την ανάπτυξη της σκέψης, την έρευνα και της φαντασίας, γ) Επιδιώκει την προσωπική νοηματοδότηση και όχι την απομνημόνευση των πληροφοριών, δ) Κινητοποιεί τους εκπαιδευόμενους διανοητικά και συναισθηματικά και ε) αναπτύσσει την αυτογνωσία των εκπαιδευομένων.
Οι συνθήκες που θα πρέπει να εξασφαλιστούν ώστε οι εκπαιδευόμενοι να λάβουν μέρος σε μια βιωματική μαθησιακή διαδικασία είναι: Απαραίτητο είναι το κατάλληλο υποστηρικτικό πλαίσιο, δηλαδή ένα κλίμα αποδοχής, ασφάλειας, εμπιστοσύνης, που ενθαρρύνει τους εκπαιδευομένους να συμμετέχουν, να εκφραστούν ελευθέρα, να διατυπώσουν τις απόψεις τους χωρίς να φοβούνται τη γελοιοποίηση αναπτύσσοντας την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της ομάδας. Επίσης θα πρέπει να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες που θα ενισχύουν την αυτοεκτίμησή τους και την αναγνώριση στα πλαίσια της ομάδας. Σημαντικό είναι επίσης να δοθεί σημασία στην παρατήρηση της εμπειρίας και στον στοχασμό πάνω σε αυτήν. Οι σχεδιαστές βιωματικών δραστηριοτήτων θα πρέπει να φροντίσουν να υπάρχει ισορροπία μεταξύ του δημιουργικού μέρους, δηλαδή της έκφρασης του νέου και του γνωστικού μέρους, δηλαδή της κατανόησης του περιβάλλοντος. Η εμπειρική μάθηση δεν αποτελεί μόνο μια ευχάριστη διαδικασία αλλά θα πρέπει να δίνει σημασία και στο γνωστικό κομμάτι, δηλαδή στην προσωπική νοημάτοδότηση και στη δόμηση της γνώσης από τους εκπαιδευόμενους.
Ποιες είναι οι σημαντικότερες θεωρητικές προσεγγίσεις της εκπαίδευσης ενηλίκων
Α) Η θεωρία της ανδραγωγικής του Malcolm Knowles
Β) Η κοινωνική αλλαγή του Paoro Freire
Γ) Η θεωρία της ματασχηματίζουσας μάθησης του Jack Mezirow
Δ) Ο κύκλος της μάθησης του David Kolb
Ε) Η συνθετική προσέγγιση του Peter Jarvis

Τι σημαίνουν οι όροι δια βίου μάθηση, δια βίου εκπαίδευση και εκπαίδευση ενηλίκων, το μαθησιακό κλίμα, ο ρόλος του εκπαιδευτή ενηλίκων, συμβολική και αφηρημένη μάθηση, η εμπειρική-βιωματική μάθηση.


Η δια βίου μάθηση είναι ευρύτερος όρος και περιλαμβάνει ανεξαιρέτως όλα τα στάδια και τις διαδικασίες μάθησης ενός ανθρώπου από τη στιγμή της γέννησής του, άτυπες και τυπικές μορφές μάθησης, σε οργανωμένα ή μη κέντρα. Η δια βίου εκπαίδευση αναφέρεται σε οργανωμένες δομές εκπαίδευσης ωστόσο αφορά σε όλες τις ηλικές. Αντίθετα η εκπαίδευση ενηλίκων αποτελεί ένα πεδίο θεωρητικών αναζητήσεων και πρακτικών εφαρμογών που αφορά στην οργανωμένη μάθηση (τυπική και μη-τυπική) των ενηλίκων. Επομένων η εκπαίδευση ενηλίκων αποτελεί υπο κατηγορία της δια βίου εκπαίδευσης η οποία με τη σειρά της αποτελεί υπο- κατηγορία της δια βίου μάθησης.
Επίκεντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ειδικά όταν πρόκειται για εκπαίδευση ενηλίκων αποτελούν οι ίδιοι οι εκπαιδευόμενοι. Η μαθησιακή διαδικασία πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις εκπαιδευτικές τους ανάγκες, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τις δυνατότητες μάθησης αλλά και τον ρυθμό με τον οποίο μαθαίνουν. Με αυτόν τον τρόπο οι εκπαιδευόμενοι γίνονται συνυπεύθυνοι στη μαθησιακή διαδικασία και στα αποτελέσματα της μάθησης. Σε διαφορετική περίπτωση θα απογοητευτούν και θα εγκαταλείψουν τη μάθηση.
Τα χαρακτηριστικά του κατάλληλου μαθησιακού κλίματος στην εκπαίδευση ενηλίκων είναι α) Η επικοινωνία που χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και ανοιχτή διάθεση στην άποψη του άλλου αλλά και στην κριτική ως δημιουργική διαδικασία, β) Ο εκπαιδευόμενος αναγνωρίζεται ως οντότητα, γ) Ο εκπαιδευόμενος επιβραβεύεται αλλά και τα λάθη του χρησιμοποιούνται με σκοπό τη βελτίωσή του, δ) Η επιβράβευση  είναι σαφής και αιτιολογημένη, ε) Οι κανόνες με βάση τους οποίους διεξάγεται η μάθηση έχουν γίνει αποδεκτοί από όλους, υπάρχει ωστόσο η ευελιξία τροποποιήσεων προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των ενήλικων εκπαιδευομένων.
Ο εκπαιδευτής ενηλίκων βοηθάει τους ενήλικους να μάθουν α) όταν χρησιμοποιεί πρακτικές ασκήσεις με παραδείγματα από την καθημερινότητα που διασυνδέονται με τη θεωρία, β) Με το διάλογο και γενικά όταν ενθαρρύνει την ενεργό συμμετοχή τους και γ) Όταν οι σχέσεις βασίζονται στην ειλικρίνεια και στον αλληλοσεβασμό.
Ο κάθε εκπαιδευόμενος είναι σημαντικό να αναγνωρίζεται ως πρόσωπο και να συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία της μάθησης. Σε κάθε εκπαιδευόμενο πρέπει να αναγνωρίζεται η προσωπική του διαδρομή, τα προσόντα του και οι ελλείψεις του, τις οποίες έρχεται να καλύψει. Επίσης οι εμπειρίες του και οι απόψεις του είναι σημαντικές τόσο για την ίδια τη μάθηση των ενηλίκων όσο και για τους υπόλοιπους. Για αυτό το λόγο ενθαρρύνεται η ενεργητική συμμετοχή προς όφελος όλων.
Η εκπαίδευση ενηλίκων αποτελεί ένα διακριτό επιστημονικό πεδίο καθώς τον τελευταίο μισό αιώνα έχουν αναπτυχθεί αρχές, προσεγγίσεις, υποθέσεις και αξιώματα με βάση τα οποία  μπορούν να ερμηνευτούν και να προβλεφθούν αντίστοιχα φαινόμενα.
Η συμβολική ή αφηρημένη μάθηση είναι το αποτέλεσμα της παρουσίασης μιας σειράς γνώσεων από τον εκπαιδευτή τους οποίους πρέπει να αφομοιώσουν οι εκπαιδευόμενοι μέσω κατάλληλης καθοδήγησης Η συμβολική μάθηση βασίζεται στην αυθεντία του εκπαιδευτή. Αντίθετα η εμπειρική μάθηση βασίζεται στη δράση είτε μέσω της εμπειρίας είτε μέσω της πρακτικής άσκησης και στη συνέχεια στην επεξεργασία των δεδομένων που αντλήθηκα,  στην ανάλυση και στον στοχασμό πάνω στην εμπειρία. Ο ρόλος του εκπαιδευτή είναι διαφορετικός από τη συμβολική μάθηση καθώς καλείται να ενεργοποιήσει και να δραστηριοποιήσει του εκπαιδευόμενους στη δράση αλλά και να αξιοποιεί την εμπειρία τους.
Το βασικό πλεονέκτημα της συμβολικής ή αφηρημένης μάθησης είναι ότι μπορεί σε σύντομο χρονικό διάστημα να μεταδώσει ένα σύνολο στους εκπαιδευομένους. Ωστόσο, το μειονέκτημα είναι ότι δεν απαιτεί την ενεργό συμμετοχή των εκπαιδευομένων, αφού αυτοί καλούνται να αφομοιώσουν γνώση που έχει αποφασιστεί χωρίς τη συμμετοχή τους και δε σχετίζεται με τα πραγματικά προβλήματα και στις ανάγκες του. Ως αποτέλεσμα οι εκπαιδευόμενοι χάνουν εύκολα το ενδιαφέρον τους. Από την άλλη μεριά η εμπειρική μάθηση απαιτεί την ενεργητική συμμετοχή των ενηλίκων, ωστόσο μειονέκτημα είναι ότι είναι χρονοβόρα και είναι δύσκολο να εξαχθούν γενικές αρχές από τις ιδιαίτερες εμπειρίες των εκπαιδευομένων.
Οι λόγοι για τους οποίους τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί έντονος προβληματισμός στην εκπαίδευση ενηλίκων πάνω στην εμπειρική μάθηση είναι επειδή έχει αποδειχτεί ότι οι εκπαιδευόμενοι μαθαίνουν καλύτερα με τη δράση, την πρακτική άσκηση και όταν αξιοποιούνται οι εμπειρίες τους παρά με τη θεωρητική συζήτηση. Υπάρχει ωστόσο και η άποψη ότι αυτό συμβαίνει επειδή μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης ενηλίκων αφορά στην επαγγελματική κατάρτιση η οποία διενεργείται μέσω πρακτικών ασκήσεων και μέσω της εμπειρίας.
Ο ρόλος του εκπαιδευτή στην εμπειρική βιωματική μάθηση είναι εξαιρετικά σημαντικός για την αποτελεσματική μάθηση. Ωστόσο πρέπει να έχει τα εξής: α) Ο εκπαιδευτής δεν είναι πάροχος γνώσης αλλά ενεργοποιεί τους εκπαιδευόμενους να συμμετέχουν, β) Ενισχύει την ικανότητα των εκπαιδευομένων να αναζητούν μόνοι τους την πληροφορία, να αναλύουν, να συζητούν, να συνεργάζονται, να αναπτύσσουν κριτική σκέψη, γ) Έχει εμπειρία στη βιωματική μάθηση, δ) Είναι ανα-στοχαστικός δάσκαλος, δηλαδή είναι έτοιμος να ασκήσει αυτοκριτική, να αλλάξει, τα διερευνήσει, ε) Είναι διαθέσιμος να διαπραγματευτεί τις ανάγκες των εκπαιδευομένων και τους όρους της μαθησιακής διαδικασίας.
Η μεγαλύτερη δυσκολία που έχει να αντιμετωπίσει ο εκπαιδευτής στη βιωματική μάθηση είναι οι στάσεις των εκπαιδευομένων που έχουν αναπτύξει στο σύστημα της τυπικής εκπαίδευσης αλλά και η ανάπτυξη κατάλληλου μαθησιακού κλίματος.

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016


Τι σημαίνουν οι όροι τυπική, μη-τυπική και άτυπη εκπαίδευση ενηλίκων;
Η τυπική εκπαίδευση ενηλίκων διενεργείται στα πλαίσια του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος και οδηγεί στη λήψη αναγνωρισμένων από τις δημόσιες αρχές πιστοποιητικών (πτυχίων, διπλωμάτων, μεταπτυχιακών κτλ). Επίσης αποτελεί μέρος της διαβαθμισμένης εκπαίδευσης. Στην τυπική εκπαίδευσης ενηλίκων ανήκουν τα ανώτατα και ανώτερα πανεπιστημιακά ιδρύματα (ΑΕΙ, ΤΕΙ), τα ΙΕΚ, οι μεταπτυχιαaκές σπουδές κτλ.
Η μη-τυπική εκπαίδευση γίνεται σε οργανωμένες δομές (σχολές, κεκ κτλ) αλλά δεν ανήκει στην τυπική, διαβαθμισμένη εκπαίδευση. Οδηγεί στη λήψη πιστοποιητικών αναγνωρισμένων σε διεθνές επίπεδο. Περιλαμβάνει την επαγγελματική κατάρτιση (αρχική και συνεχιζόμενη) και τη γενική εκπαίδευση ενηλίκων. Στη μη-τυπική εκπαίδευση ανήκουν τα σεμινάρια από σχολές και κεκ, οι ημερίδες στις σχολές γονέων, τα επαγγελματικά σεμινάρια του ΟΑΕΔ κτλ.
Η άτυπη εκπαίδευση ενηλίκων είναι η εκπαίδευση που δε γίνεται σε οργανωμένες δομές αλλά συντελείται άτυπα στα πλαίσια του καθημερινού ή επαγγελματικού βίου, στο σπίτι, στην εργασία, στον ελεύθερο χρόνο κτλ. Περιλαμβάνει την αυτό-μόρφωση μέσω διαδικτύου, βιβλίων κτλ, καθώς και την εμπειρία που αποκτάται στην εργασία.
Τι σημαίνει ο όρος δια βίου εκπαίδευση- μάθηση;
Ο όρος δια βίου εκπαίδευση περιλαμβάνει όλες τις μαθησιακές δραστηριότητες (τυπική, μη-τυπική και άτυπη εκπαίδευση- μάθηση) που λαμβάνουν χώρα σε όλη τη διάρκεια της ζωή τους ατόμου. Οι μαθησιακές δραστηριότητες αποσκοπούν στην προσωπική εξέλιξη του ατόμου, στην ανάπτυξη επαγγελματικών δεξιοτήτων, στην ανάπτυξη της ικανότητας του ατόμου να συμμετέχει στα κοινά, στην ανάπτυξη της ικανότητας του ατόμου να συμβάλει στην κοινωνική-οικονομική και πολιτισμική εξέλιξη του περιβάλλοντός στο οποίο ανήκει.
Σημειώνεται ότι ο όρος μάθηση είναι πιο γενικός και περιλαμβάνει την μάθηση που διενεργείται από το ίδιο το άτομο. Ο όρος εκπαίδευση αναφέρεται περισσότερο στην εκπαίδευση που διενεργείται σε οργανωμένες δομές υπό την ευθύνη του κράτους.
Ποια είναι η διαφορά της δια βίου εκπαίδευσης και της εκπαίδευσης ενηλίκων;
Η διαφοροποίησης μεταξύ των δύο όρων, δηλαδή της εκπαίδευσης ενηλίκων και της δια βίου μάθησης γίνεται με το κριτήριο της ενηλικιότητας. Η ενηλικιότητα γίνεται όταν το άτομο αναγνωρίζει στον εαυτό τους στοιχεία ωριμότητας και αυτό-προσδιορισμού αλλά και έτσι τον αντιμετωπίζει και ο περίγυρός του. Συνεπώς η εκπαίδευση ενηλίκων αφορά στα άτομα που έχουν περάσει από το στάδιο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Αντίθετα η δια βίου μάθηση διενεργείται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου και περιλαμβάνει την άτυπη, την τυπική και τη μη-τυπική μάθηση.
Οι πρώτες δράσεις στην εκπαίδευση ενηλίκων στην Ελλάδα, εντοπίζονται στα τέλη του 19ου αιώνα, με σχετική καθυστέρηση σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και οργανώνονται από οργανώσεις όπως ο Φιλολογικός σύλλογος Παρνασσός. Αργότερα αρχίζουν να διενεργούνται επαγγελματικά σεμινάρια από επιμελητήρια. Η πρώτη καταγραφή επίσημου ενδιαφέροντος για την εκπαίδευση ενηλίκων στην Ελλάδα καταγράφεται το 1929 με προγράμματα λαϊκής επιμόρφωσης που έρχονται να καλύψουν τα κενά του αναλφαβητισμού αλλά και τις ανάγκες των προσφύγων και των πληθυσμών που μετακινούνται από την επαρχία στα αστικά κέντρα.
Τι είναι η συνεχιζόμενη και τη η βασική επαγγελματική κατάρτιση.
Η βασική επαγγελματική κατάρτιση αφορά στις εκπαιδευτικές διαδικασίες που προσφέρουν γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες με σκοπό την άσκηση κάποιου επαγγέλματος, ή την επαγγελματική κινητικότητα και δεν προϋποθέσουν υφιστάμενη εμπειρία πάνω στο θέμα. Αντίθετα η συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση προσφέρει επιπλέον γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες με σκοπό τη βελτίωση στον επαγγελματικό τομέα. Ο προσδιορισμός συνεχιζόμενη αναφέρεται σε οποιαδήποτε μορφή κατάρτισης πέρας της βασικής που είναι απαραίτητη για την άσκηση κάποιους επαγγέλματος.
Τι είναι το επαγγελματικό περίγραμμα
Επαγγελματικό περίγραμμα είναι η η καταγραφή του συνόλου και επιμέρους επαγγελματικών λειτουργιών που συνθέτουν το αντικείμενο εργασίας ενός επαγγέλματος ή μιας ειδικότητας καθώς και οι αντίστοιχες γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες που απαιτούνται για την ανταπόκριση στις λειτουργίες αυτές. Σκοπός της πιστοποίησης των επαγγελματικών περιγραμμάτων είναι η καταγραφή του περιεχομένου των επαγγελμάτων καθώς και των τρόπων απόκτησης των απαιτούμενων προσόντων για την άσκηση του επαγγέλματος.

στοχοι-σκοποι εκπαιδευσης ενηλικων - αξιολογηση


α) Ο σκοπός ενός εκπαιδευτικού προγράμματος αποτελεί τη διατύπωση γενικών προθέσεων χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητο να συγκεκριμενοποιείται σε ειδικού στόχους και μαθησιακά αποτελέσματα. Για τον καθορισμό του σκοπού είναι απαραίτητο να γνωρίσουμε τις απαιτήσεις και τα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού αντικειμένου, το κοινωνικό-οικονομικό-πολιτισμικό πλαίσιο του εκπαιδευτικού προγράμματος αλλά και τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού στόχου στους οποίους θα εφαρμόσουμε το πρόγραμμα.
Β) Για τη διατύπωση στόχων σε επίπεδο γνώσεων κατάλληλα ρήματα είναι τα εξής: Περιγράφω, κατονομάζω, διακρίνω, ορίζω, αναγνωρίζω. Για τη διατύπωση στόχων σε επίπεδο ικανοτήτων κατάλληλα ρήματα είναι τα εξής: Σχεδιάζω, εφαρμόζω, κατασκευάζω, επιλύω, επιλέγω, αποφασίζω. Για τη διατύπωση στόχων σε επίπεδο στάσεων κατάλληλα ρήματα είναι τα εξής: Υιοθετώ, ενθαρρύνω, παροτρύνω, υποστηρίζω, συμπονώ.
Ο σκοπός αναφέρεται στις γενικές επιδιώξεις ενός προγράμματος εκπαίδευσης και κατάρτισης, ωστόσο δεν συνεπάγεται σαφή και συγκεκριμένα μαθησιακά αποτελέσματα που με τη σειρά τους συνεπάγονται μια συγκεκριμένη διδακτέα ύλη, συγκεκριμένες τεχνικές κτλ. Για παράδειγμα ένας εκπαιδευτικό σκοπός μπορεί να είναι «Η αγωγή ενήλικων εκπαιδευομένων στις αισθητικές αρχές του Ελληνικού πολιτισμού.
Αντίθετα οι διδακτικοί στόχοι απορρέουν από τη γενικότερη φιλοσοφία του σκοπού, ωστόσο πρέπει να οδηγούν σε σαφή και συγκεκριμένα μαθησιακά αποτελέσματα. Οι διδακτικοί στόχοι, ακριβώς επειδή είναι συγκεκριμένοι βοηθούν τον εκπαιδευτή να ορίσει το αναλυτικό περιεχόμενο της διδασκαλίας τους, δηλαδή τη διδακτέα ύλη καθώς και τις εκπαιδευτικές τεχνικές που θα χρησιμοποιήσει. Για παράδειγμα ένας διδακτικός στόχος είναι «Η απόκτηση των γνώσεων και δεξιοτήτων έτσι ώστε οι εκπαιδευόμενοι να είναι σε θέση να επιλέξουν χρώματα για επαγγελματικούς χώρους».
Με βάση το σκοπό και το περιεχόμενο ενός προγράμματος κατάρτισης καθορίζονται αναλυτικά και με σαφήνεια οι διδακτικοί στόχοι κάθε διδακτικής ενότητας, δηλαδή τα προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα. Οι διδακτικοί στόχοι πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εκπαιδευομένων αλλά και στις δυνατότητές τους.
Η σαφής διατύπωση των διδακτικών στόχων είναι εξαιρετικής σημασίας για το λόγο ότι τόσο οι εκπαιδευόμενοι όσο και οι εκπαιδευτές πρέπει να γνωρίζουν ποια είναι τα επιδιωκόμενα μαθησιακά αποτελέσματα, δηλαδή που πρέπει να φτάσουν. Σε διαφορετική περίπτωση οι εκπαιδευτές μπορεί να οδηγηθούν σε λανθασμένες επιλογές.
Με βάση τους διδακτικούς στόχους ο εκπαιδευτής καθορίζει το αναλυτικό πρόγραμμα των διδακτικών ενοτήτων, δηλαδή τη διδακτέα ύλη. Επίσης, μπορεί να επιλέξει τις κατάλληλες εκπαιδευτικές τεχνικές που ανταποκρίνονται στους διδακτικούς στόχους αλλά και να αναπτύξει τα αναγκαία εκπαιδευτικά μέσα. Τέλος, οι διδακτικοί στόχοι θέτουν το πλαίσιο με βάση το οποίο θα τεθούν τα κριτήρια και θα επιλεγούν τα μέσα και οι μέθοδοι για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προγράμματος, είτε μετά την ολοκλήρωση μιας ενότητας είτε μετά το τέλος του εκπαιδευτικού προγράμματος.
Συμπερασματικά λοιπόν, η σαφής διατύπωση των διδακτικών στόχων κατευθύνει στον εκπαιδευτή στην διαμόρφωση του αναλυτικού πρωτογράμματος, στην επιλογή των κατάλληλων εκπαιδευτικών τεχνικών και στη θέσπιση των κριτηρίων για την αξιολόγηση των προγράμματος, τόσο την διαρκή όσο και την τελική.
Τέλος σημαντική είναι και η στοχοθεσία σε επίπεδο στάσεων. Για παράδειγμα σε ένα πρόγραμμα πληροφορικής, οι εκπαιδευόμενοι θα πρέπει να αποκτήσουν θετική στάση απέναντι στο αντικείμενο καθώς πολλές φορές ο φόβος τους ή η ανησυχία του ότι θα χάσουν τη δουλειά τους από νεότερους συναδέρφους εμποδίζει τη μάθησή τους.
ΟΙ στόχοι μιας διδακτικής ενότητας με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία κατηγοριοποιούνται:
Α) Σε επίπεδο γνώσεων: δηλαδή ποιες γνώσεις πρέπει να αποκτήσουν οι εκπαιδευόμενοι οι ποιες ικανότητες πρέπει να αποκτήσουν που σχετίζονται με την εφαρμογή αυτής της γνώσης. Η γνώση μπορεί να υποδιαιρεθεί στην απλή παράθεση της γνώσης, στην ανάλυση, τη σύνθεση και την αξιολόγηση.
Για παράδειγμα σε ένα πρόγραμμα που απευθύνεται σε διακοσμητές και έχει ως αντικείμενο τα χρώματα οι στόχοι που αφορούν στην γνώση θα μπορούσαν να είναι:
-       Οι εκπαιδευόμενοι να είναι σε θέση να κατονομάσουν τα βασικά και συμπληρωματικά χρώματα (γνώση)
-       Οι εκπαιδευόμενοι να μπορούν είναι ικανοί να περιγράψουν τις ιδιότητες των χρωμάτων, τη δραστικότητά τους αλλά και την επίδρασή τους όταν χρησιμοποιούνται συνδυαστικά (ανάλυση).
-       Οι εκπαιδευόμενοι να μπορούν να συνδέουν τις ιδιότητες των χρωμάτων με τις αρχές της ψυχολογίας του χρώματος (σύνθεση)
-       Οι εκπαιδευόμενοι να κατανοήσουν τη σημασία των χρωμάτων στους επαγγελματικούς χώρους στην απόδοση των εργαζομένων.

Β) Σε επίπεδο ικανοτήτων: Δηλαδή οι στόχοι θα καθορίζουν τι θα πρέπει να είναι ικανοί οι εκπαιδευόμενοι να κάνουν. Μερικοί στόχοι ικανοτήτων είναι οι παρακάτω:
- Οι εκπαιδευόμενοι να είναι σε θέση να επιλέγουν και να προτείνουν στους πελάτες τους κατάλληλα χρώματα και συνδυασμούς για επαγγελματικούς χώρους.
- Οι εκπαιδευόμενοι θα μπορούν να κατανοούν τα χαρακτηριστικά των επαγγελματικών χώρων αλλά και των εργαζομένων, και με βάση αυτά τα δεδομένα να προτείνουν συγκεκριμένους συνδυασμούς.
Γ) Σε επίπεδο στάσεων: Δηλαδή ποιες αντιλήψεις, απόψεις, ιδέες, στάσεις θα αλλάξει, θα βελτιώσει ή θα αποκτήσει ο εκπαιδευόμενος, οι οποίες επηρεάζουν τις προτιμήσεις του και τη συμπεριφορά του απέναντι σε συγκεκριμένα πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις. Μερικοί στόχοι είναι:
- Να κατανοήσει ο εκπαιδευόμενος τη σημασία και την αξία των χρωμάτων στη ζωή των ανθρώπων ή αν πρόκειται για επαγγελματικούς χώρους τη σημασία των χρωμάτων στην απόδοση και στη ψυχολογία των εργαζομένων.
- Να αποκτήσει θετική στάση απέναντι στο ρόλο των χρωμάτων σε σχέση με την αύξηση των πωλήσεων ή των πελατών μιας επιχείρησης.
Καταρχάς οι διδακτικοί στόχοι απορρέουν από το γενικό σκοπό ενός εκπαιδευτικού προγράμματος δηλαδή από τη γενική φιλοσοφία και στρατηγική του προγράμματος. Επίσης οι διδακτικοί στόχοι θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εκπαιδευομένων αλλά και στις δυνατότητες τους.
1.     Μελέτη του οικονομικού- κοινωνικού και πολιτισμικού πλαισίου του προγράμματος εκπαίδευσης ενηλίκων.
2.     Μελέτη των χαρακτηριστικών της πληθυσμιακής ομάδας στόχου, δηλαδή των εκπαιδευομένων.
3.     Μελέτη των εκπαιδευτικών του αναγκών και συσχετισμός με τις ανάγκες του κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου.
4.     Προσδιορισμός του σκοπού του προγράμματος και των στόχων σε επίπεδο γνώσεων-ικανοτήτων και στάσεων.
5.     Προσδιορισμός του περιεχομένου των ενοτήτων.
6.     Προσδιορισμός των κατάλληλων εκπαιδευτικών τεχνικών
7.     Θέσπιση των κριτηρίων, των μέσων και των μεθόδων για την αξιολόγηση, δηλαδή σχεδιασμός της αξιολόγησης των πεπραγμένων.
Ποιες κύριες διαστάσεις περιλαμβάνει η μελέτη του κοινωνικού-οικονομικού και πολιτισμικού πλαισίου κατά το σχεδιασμό ενός προγράμματος εκπαίδευσης ενηλίκων.
-       Δημογραφικά χαρακτηριστικά (φύλο, ηλικίες, μετανάστευση κτλ)
-       Οικονομικά χαρακτηριστικά (ανεργία, αναπτυξιακά προγράμματα, αναμενόμενες εξελίξεις, φορολογικό πλαίσιο κτλ).
-       Πολιτισμικά χαρακτηριστικά (ήθη, έθιμα, υποκουλτούρες).
-       Κοινωνικά χαρακτηριστικά (αποκλεισμένες υποομάδες, κοινωνικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, κοινωνικές υπηρεσίες κτλ)
-       Τεχνολογία (τεχνολογικό υπόβαθρο, αλείψεις κτλ)
-       Εκπαιδευτικό υπόβαθρο (επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού, εκπαιδευτικές υποδομές, εκπαιδευτικό νομικό πλαίσιο κτλ).
Μερικά χαρακτηριστικά είναι η ηλικία, το φύλο, το εκπαιδευτικό υπόβαθρο, η επαγγελματική εξειδίκευση, τα ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά, το πολιτισμικό υπόβαθρο αλλά και στάση που έχουν απέναντι στο αντικείμενο του εκπαιδευτικού προγράμματος.
Η διερεύνηση των εκπαιδευτικών αναγκών των ενήλικων εκπαιδευομένων είναι ζωτικής σημασίας γιατί με βάση αυτές τις ανάγκες, αλλά και με βάση άλλα χαρακτηριστικά, όπως τα χαρακτηριστικά της ομάδας και το οικονομικό κοινωνικό πλαίσιο, θα προσδιοριστεί ο σκοπός και οι στόχοι της εκπαίδευσης, το περιεχόμενο της εκπαίδευσης ακόμη και οι εκπαιδευτικές τεχνικές που θα επιλεγούν.
Οι ανάγκες των εκπαιδευομένων είναι σε επίπεδο γνώσης (τι θέλουν να μάθουν), σε επίπεδο ικανοτήτων (τι θα πρέπει να μάθουν να κάνουν) και σε επίπεδο στάσεων (ποιες αντιλήψεις, στάσεις, απόψεις πρέπει να τροποποιήσουν ή να αποκτήσουν προκειμένου να γίνουν πιο λειτουργικές)
Η διερεύνηση των αναγκών της ομάδας στόχου, αποτελεί μια διαγνωστική, εκ των προτέρων διαδικασία που πρέπει να γίνεται από τον εκπαιδευτικό φορέα γιατί με βάση αυτές τις ανάγκες θα σχεδιαστεί το εκπαιδευτικό πρόγραμμα και θα αξιοποιηθούν οι δυνατότητες και οι εμπειρίες των εκπαιδευομένων. Περαιτέρω, ένα πρόγραμμα που απευθύνεται στις ανάγκες των εκπαιδευομένων είναι βέβαιο ότι θα ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον και τα κίνητρα μάθησης της ομάδας. Αν ωστόσο δεν γίνει πρέπει ο εκπαιδευτής να  πιέσει το φορέα να γίνει ή να επιχειρήσει να διενεργήσει μόνος του μια έρευνα σε επίπεδο ομάδας, δίνοντας για παράδειγμα ένα τεστ γνώσεων και ικανοτήτων.
Ο καθορισμός των αναγκών είναι σημαντικός προκειμένου να τεθούν οι προτεραιότητες του προγράμματος εκπαίδευσης, δηλαδή το τι πρέπει να διδαχτεί αλλά και με ποιον τρόπο. Παράλληλα με τις ανάγκες των εκπαιδευομένων πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι ανάγκες οι κοινωνικού-οικονομικού-πολιτισμικού πλαισίου για παράδειγμα οι μελλοντικές ανάγκες σε επίπεδο εργατικού δυναμικού.
Τα αποτελέσματα της διερεύνησης των αναγκών θα χρησιμοποιηθούν από τον εκπαιδευτή για τον επανασχεδιασμό της παρέμβασης.
Οι ανάγκες των ανθρώπων δεν είναι πάντοτε σαφής και καθορισμένες πρότι συχνά είναι συνειδητές και πλήρως κατανοητές από τους ανθρώπους. Για αυτό το λόγο χωρίζονται σε
-       Συνειδητές ρητές ανάγκες
-       Υποσυνείδητες και υπόρρητες ανάγκες
-       Λανθάνουσες ανάγκες.
Η διερεύνηση των αναγκών των ενήλικων εκπαιδευομένων είναι εξαιρετικής σημασίας και αποτελεί ένα διαγνωστικό στάδιο που βοηθά και καθορίζει το σχεδιασμό του προγράμματος. Ωστόσο, επειδή υπάρχουν διαφορετικών τύπων αναγκες θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί και η κατάλληλη ερευνητική μέθοδος (ποιοτική ή ποσοτική). Για παράδειγμα για την καταγραφή των συνειδητών και ρητών αναγκών είναι κατάλληλο ένα δομημένο ερωτηματολόγιο ενώ αντίθετα για τη διερεύνηση των υπόρρητων αναγκών είναι κατάλληλη η εκπαιδευτική βιογραφία.
Πολλές φορές οι εκπαιδευόμενοι δεν εκφράζουν τις ανάγκες τους για λόγους κοινωνικού και πολιτισμικούς. Για παράδειγμα μια νεαρή μετανάστρια μπορεί να μην εκφράζει την ανάγκη της για εκπαίδευση καθώς περιορίζεται από το άμεσο οικογενειακό της και κοινωνικό περιβάλλον. Σε αυτήν την περίπτωση κατάλληλες μέθοδοι είναι η ημι-δομημένη συνέντευξη και η εκπαιδευτική βιογραφία.
Η διερεύνηση των εκπαιδευτικών αναγκών γίνεται σε επίπεδο πληθυσμιακής ομάδας και στόχου και διενεργείται από τον εκπαιδευτικό φορέα. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας πρέπει να διαχέονται από τον εκπαιδευτή στην ομάδα με σκοπό τη διαπραγμάτευση αυτών των αναγκών.
Οι εκπαιδευόμενοι έχουν τις ατομικές τους ανάγκες οι οποίες θα πρέπει να εκφραστούν σε επίπεδο ομάδας. Ωστόσο, ο φορέας χρηματοδότησης αλλά και το κοινωνικό πλαίσιο θέτουν επίσης ανάγκες. Συνεπώς ένας σκοπός της διαπραγμάτευσης ενηλίκων είναι ο συγκερασμός αφενός των ατομικών αναγκών και αφετέρου των αναγκών του πλαισίου. Κατά τη διαδικασία διαπραγμάτευσης των αναγκών, η οποία γίνεται μεταξύ του εκπαιδευτή και της ομάδας των εκπαιδευομένων, θα μπορέσουν να ιεραρχηθούν οι ανάγκες με βάση συγκεκριμένα κριτήρια και με βάση αυτήν την ιεράρχηση θα μπορέσουν να διατυπωθούν οι στόχοι του προγράμματος, το περιεχόμενο και οι εκπαιδευτικές τεχνικές. Επίσης η διαδικασία διαπραγμάτευσης αποτελεί μια ευκαιρία να επαναδιατυπωθούν οι ατομικές και συλλογικές ανάγκες.
Η συμβολή της στην εκπαιδευτική διεργασία είναι καθοριστικής σημασίας καθώς αποκαλύπτει τις ανάγκες και τα κίνητρα των εκπαιδευομένων, Βοηθάει επίσης στον εντοπισμό των εμπειριών και των γνώσεων που διαθέτουν οι εκπαιδευόμενοι αλλά και στην ενεργητική συμμετοχή τους. Τα δύο παραπάνω στοιχεία, δηλαδή η αξιοποίηση των εμπειριών και των γνώσεων στην μάθηση των ενηλίκων αλλά και η ενεργητική συμμετοχή αποτελούν πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης ενηλίκων. Με βάση αυτήν τη διαπραγμάτευση θα διατυπωθεί το μαθησιακό συμβόλαιο το οποίο θα ισχύει σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος.
Ένα στόχος της διαπραγμάτευσης αναγκών είναι η σύνθεση των ατομικών αναγκών έτσι ώστε να διατυπωθούν συλλογικοί στόχοι. Κατά συνέπεια, η διαδικασία βοηθάει στην μείωση των συγκρούσεων και των αντιπαραθέσεων.
Οι προϋποθέσεις για την επιτυχή υλοποίηση της διαπραγμάτευσης εξαρτάται από τη διάθεση του φορέα και του εκπαιδευτή, από την κατάρτισή τους και της εξειδίκευσή τους πάνω σε θέματα εκπαίδευσης ενηλίκων αλλά και από τη διάχυση των αποτελεσμάτων της αρχικής έρευνας στους εκπαιδευόμενους με σκοπό το διάλογο.  Επιπλέον εξαρτάται και από το διαθέσιμο χρόνο. Για αυτό το λόγο, πρέπει ο φορέας και ο εκπαιδευτής να φροντίζουν να παρέχουν τον απαραίτητο χρόνο αλλά και ευκαιρίες τακτικής επικοινωνίας μεταξύ εκπαιδευτή και εκπαιδευομένων.
Για τη συγκεκριμένη ομάδα μια κατάλληλη ποιοτική ερευνητική μέθοδος θα ήταν η συνέντευξη. Όσον αφορά στο ατομικό ή ομαδικό χαρακτήρα πλεονεκτικότερη φαίνεται να είναι η ατομική συνέντευξη καθώς πολλές φορές ο κοινωνικό περίγυρος περιορίζει την έκφραση των αναγκών των ατόμων. Όσον αφορά στον τύπο της συνέντευξης οι κατευθυνόμενες συνεντεύξεις είναι κατάλληλες για τη συλλογή «αντικειμενικών» χαρακτηριστικών όπως είναι το φύλο, η ηλικία, τα τυπικά προσόντα κτλ. Συνεπώς, κατάλληλος τύπος είναι οι ημι-κατευθυνόμενες συνεντεύξεις με λέξεις κλειδιά και ερωτήσεις που έχει προετοιμάσει ο ερευνητής. Επίσης, οι ελεύθερες συνεντέξεςι μπορούν να αποκαλύψουν πολλά για τις ανάγκες των εκπαιδευομένων, που πολλές φορές είναι υπόρρητες ή λανθάνουσες, τα χαρακτηριστικά τους, τις προσδοκίες τους και τις εμπειρίες τους.
Ο καθορισμός και η οργάνωση του περιεχομένου της διδακτικής ενότητας περιλαμβάνει
-       Τον καθορισμό του περιεχομένου της διδακτικής ενότητας
-       Την οργάνωση της ενότητας σε θέματα (υποενότητες)
-       Το χρονικό καθορισμός της κάθε υποενότητας
Οι προδιαγραφές για το σχεδιασμό του προγράμματος είναι οι εξής: Το πρόγραμμα θα πρέπει να ανταποκρίνεται στους σκοπούς και τους διδακτικούς στόχους, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εκπαιδευτικής ομάδας αλλά και στις δυνατότητές τους, να καθορίζεται αναλυτικά και να διατυπώνεται με σαφήνεια, να χαρακτηρίζεται από συνέπεια και πληρότητα (να μην έχει κενά ή επικαλύψεις).
Μια βασική πηγή που θα πρέπει να αναζητήσουν οι υπεύθυνοι καθορισμοί και οργάνωσης των προγραμμάτων είναι τυχόν αξιολογήσεις που υπάρχουν για ίδια προγράμματα ή για παρόμοια προγράμματα. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να βελτιώσει το διδακτικό περιεχόμενο ‘η να αποφύγει λάθη που έχουν επισημάνει άλλοι εκπαιδευτές ή φορείς.
Το θεωρητικό περιεχόμενο μιας διδακτικής ενότητας περιλαμβάνει τις αρχές, τους κανόνες, τις μεθόδους που ανήκουν σε ένα επιστημονικό ή τεχνολογικό πεδίο ή σε περίπτωση που πρόκειται για διεπιστημονικό πρόγραμμα σε περισσότερα πεδία.
Το πρακτικό περιεχόμενο μιας διδακτικής ενότητας περιλαμβάνει επιστημονικές ή τεχνολογικές εφαρμογές, τύπους εργασιών, επαγγελματικές δεξιότητες κτλ.
Για τη σύνταξη του περιεχομένου, ιδανικά ο εκπαιδευτής θα πρέπει να αναζητήσεις τις ειδικές επιστημονικές εκδόσεις ή τις εκδόσεις των επαγγελματικών επιμελητηρίων αλλά και το διαδίκτυο. Για τον καθορισμό του χρόνου που θα αφιερώσει σε κάθε ενότητα λαμβάνονται υπόψη οι διατυπωμένοι στόχοι και οι εκπαιδευτικές ανάγκες της ομάδας.
Η πρακτική άσκηση είναι ιδιαίτερα σημαντική στην εκπαίδευση ενηλίκων και εφόσον είναι εφικτό και ταιριάζει με το περιεχόμενο της διδακτική ενότητας συνιστάται να εντάσσεται στην εκπαιδευτική διαδικασία για τους εξής λόγους
-Επιτρέπει την ενεργό συμμετοχή των εκπαιδευομένων, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, και κατά συνέπεια κάνει την μάθηση πιο αποτελεσματική αι ειδικά την εφαρμογή των θεωρητικών γνώσεων.
- Ταιριάζει με τα ενδιαφέροντα των ενήλικων εκπαιδευομένων και ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους.
- Δίνει δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ των εκπαιδευόμενων αλλά και με ανθρώπους του επαγγελματικού χώρου.
- Αναπτύσσει ικανότητες και στάσεις που αποκτώνται μόνο στους επαγγελματικούς χώρους.
- Συμβάλει στην ένταξη των εκπαιδευομένων στον επαγγελματικό χώρο και ειδικά στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται.
Ο εκπαιδευτής προκειμένου να σχεδιάσει μιας πρακτική άσκηση πρέπει να απευθυνθεί στον επιστημονικό υπεύθυνο του προγράμματος αλλά και στον επόπτη της πρακτικής άσκησης και από κοινού να προγραμματίσουν το χρόνο και τον τόπο υλοποίησης, το ωράριο, τις ειδικές συνθήκεμ τα διαθέσιμα μέσα, τον εξοπλισμό κτλ. Στα πλαίσια αυτά ο εκπαιδευτής αντλεί τα απαραίτητα δεδομένα ια τα χαρακτηριστικά, τις δυνατότητες και τις ανάγκες των εκπαιδευομένων αλλά και τις ανάγκες και τη λειτουργία της επιχείρησης που θα υποδεχτεί τους εκπαιδευόμενους.
-Να επιλέξει εκπαιδευτικές τεχνικές που ενθαρρύνουν την ενεργή συμμετοχή των εκπαιδευομένων στις δραστηριότητες αλλά και τη συνεργασία μεταξύ εκπαιδευομένων αλλά και μεταξύ εκπαιδευμένων και παραγόντων του επαγγελματικού χώρου. Οι τεχνικές αυτές θα πρέπει επίσης να εξοικειώνουν τους εκπαιδευομένους με το επαγγελματικό περιβάλλον (παιχνίδι ρόλων, προσομοίωση κτλ)
-Να σχεδιάσει ασκήσεις που αντικατοπτρίζουν τις εξελίξεις στο αντικείμενο εκπαίδευσης.
-Να προγραμματίσει συνεντεύξεις με ειδικούς και εξειδικευμένου επαγγελματίες αλλά και επισκέψεις σε επαγγελματικούς χώρους και να προγραμματίσει τη δημιουργική αξιοποίησης των δραστηριοτήτων.
- Να επιλέξει εποπτική μέσα που θα βοηθήσουν τους εκπαιδευομένους να κατανοήσουν τις συνθήκες του επαγγέλματος, τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστική (πχ. μπορεί να επιλέξει να προβάλει μια βιντεοταινία από το χώρο εργασίας.
Ο εκπαιδευτής θα πρέπει να λάβει υπόψη του
-       Τα προσδοκώμενα αποτελέσματα με βάση τους διατυπωμένους στόχους της ενότητας.
-       Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εκπαιδευομένων και ιδιαίτερα την ομοιογένεια και ετερογένειά της ομάδας.
-       Το περιεχόμενο της διδακτικής ενότητας
-       Το διαθέσιμο χρόνο
-       Την υποδομή του φορέα και αν μπορεί να υλοποιηθεί η τεχνική
-       Την εξοικείωση του εκπαιδευτή με την τεχνική
Όσον αφορά στα μέσα, αυτά επίσης καθορίζονται από τα χαρακτηριστικά των εκπαιδευομένων και από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα ενώ βασικό κριτήριο επιλογής του είναι να θέτουν τους όρους αποτελεσματική εφαρμογής της τεχνικής. Γενικά, συνυπολογίζονται τα ίδια κριτήρια όπως παραπάνω.
Σε κάθε περίπτωση η εκπαιδευτική τεχνική πρέπει να καθορίζεται με σαφήνεια στο στάδιο σχεδιασμού της διδακτικής ενότητας.
Κάθε ομάδα είναι μοναδική και επομένων απρόβλεπτη. Συνεπώς ο εκπαιδευτή; Πρέπει να έχει την ετοιμότητα να αναπροσαρμόσει τη διδακτική ενότητα. Ο σχεδιασμός γίνεται για να υπηρετήσει την ομάδα και όχι το αντίστροφο. Για αυτό το λόγο θα πρέπει να προβλέπεται χρόνος στην αρχή της διαδικασίας έτσι ώστε οι εκπαιδευόμενοι να μπορέσουν να εκφράσουν τις ανησυχίες τους, τις προσδοκίες τους, τις απόψεις του για τι μεθοδολογία κτλ. Ο εκπαιδευτή θα χρησιμοποιήσει αυτά τα στοιχεία για να ανατροφοδοτήσει και ενδεχόμενα να επανασχεδιάσει τη διδακτική ενότητα
Η αξιολόγηση μιας διδακτικής ενότητας αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο όταν δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αποτελεί μια διαδικασία συλλογής έγκυρων, αξιόπιστων και χρήσιμων πληροφοριών και δεδομένων, περιλαμβάνει χρόνο προκειμένου να ερμηνευτούν τα αποτελέσματα, συμπληρώνεται με διαδικασίες ανατροφοδότησης με σκοπό τον εμπλουτισμό ή ακόμη και τον επαναπροσδιορισμό του εκπαιδευτικού έργου.
Για την αξιολόγηση του σχεδιασμού της διδακτικής ενότητας μπορούν να τεθούν οι εξής ερωτήσεις;
Α) Είναι διατυπωμένοι οι εκπαιδευτικοί στόχοι με σαφή και εύστοχο τρόπο
Β) Έχουν επιλεγεί οι κατάλληλες εκπαιδευτικές τεχνικές και μέσα διδασκαλίας
Γ) Δίνεται η δυνατότητα ανάπτυξης ομαδικού πνεύματος συνεργασίας μεταξύ των εκπαιδευομένων αλλά και μεταξύ εκπαιδευτή και εκπαιδευομένων.
Για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών τεχνικών μπορούν να τεθούν οι εξής ερωτήσεις:
Α) Συνέβαλαν στην ενεργητική συμμετοχή
Β) Ήταν λειτουργικές σε σχέση με τις εκπαιδευτικές ανάγκες και τα χαρακτηριστικά των εκπαιδευομένων
Γ) Ήταν λειτουργικές σε σχέση με τους διατυπωμένους στόχους
Για την αξιολόγηση των μέσων διδασκαλίας μπορούν να τεθούν οι εξής ερωτήσεις.
Α) Ήταν αλληλεπιδραστικά
Β) Διευκόλυναν τους εκπαιδευμένους στην απόκτηση νέας γνώσης
Γ) Ήταν λειτουργικά σε σχέση με τους στόχους της διδακτικής ενότητας.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

η παρουσιαση ως εκπαιδευτικη τεχνικη


Η παρουσίαση, ως εκπαιδευτική τεχνική, αποτελεί μια μετωπική και δασκαλοκεντρική τεχνική, κατά την οποία ο εκπαιδευτής έχει τον αποκλειστικό έλεγχο της εκπαιδευτικής διαδικασίας (περιεχόμενο που μεταφέρεται στους εκπαιδευόμενους, χρόνος και δομή παρουσίασης κτλ). Ωστόσο, η παρουσίαση, η διάλεξη και η επίδειξη δεν ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή των εκπαιδευομένων. Αντίθετα οι εκπαιδευόμενοι θα πρέπει να υιοθετήσουν τον παθητικό ρόλο του αποδέκτη γνώσεων. Επίσης το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου σε μια παρουσίαση καλύπτεται από τον εκπαιδευτή, που πολλές φορές αγγίζει και το 100% του χρόνου. Εντούτοις, η παρουσίαση αποτελεί μια τεχνική που έχει αντέξει στο χρόνο και επιλέγεται από πολλούς εκπαιδευτές και δασκάλους. Αυτό σημαίνει, ότι εκτός από μειονεκτήματα έχει και πλεονεκτήματα. Το σημαντικότερο ίσως πλεονέκτημα της τεχνικής είναι η δυνατότητα που παρέχει στον εκπαιδευτή να μεταφέρει γνώσεις και πληροφορίες στους εκπαιδευομένους σε σύντομο χρόνο και με οργανωμένο τρόπο. Ως τεχνική είναι ιδιαίτερα πολύτιμη, ιδιαίτερα όταν οι εκπαιδευόμενοι δεν γνωρίζουν τίποτα για το αντικείμενο που πρόκειται να διδαχτούν ή όταν ο εκπαιδευτής θέλει να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον των εκπαιδευομένων.
Από την άλλη μεριά οι βιωματικές δραστηριότητες έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα και έχει αποδειχτεί ότι είναι πιο αποτελεσματικές στους ενήλικες καθώς ενεργοποιούν τη συμμετοχή τους και ενθαρρύνουν την βιωματική μάθηση. Πράγματι, οι βιωματικές εκπαιδευτικές τεχνικές απαιτούν από την μία μεριά περισσότερο χρόνο και από την άλλη ο εκπαιδευτής πρέπει να είναι έμπειρος και καλά προετοιμασμένος. Ωστόσο,  η αποτελεσματικότητα των βιωματικών τεχνικών είναι αποτελεσματικότερη από την παρουσίαση και για αυτό θα πρέπει να προτιμώνται από τον εκπαιδευτή ενηλίκων,
Συμπερασματικά λοιπόν, η παρουσίαση ως εκπαιδευτική τεχνική έχει αδικηθεί καθώς έχει κάπόια πλεονεκτήματα. Ωστόσο, τα μειονεκτήματα της παρουσίασης είναι αρκετά σημαντικά και για αυτό το λόγο πρέπει να αποφεύγεται, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν άλλες περισσότερο ενεργητικές τεχνικές, που ναι μεν απαιτούν περισσότερο χρόνο εντούτοις είναι πιο αποτελεσματικε΄ς.Παρόλα, αυτά υπάρχουν περιπτώσεις που η παρουσίαση είναι θεμιτή, όπως στην περίπτωση που οι εκπαιδευόμενοι δεν γνωρίζουν τίποτα για το αντικείμενο ή όταν πρέπει να μεταφερθεί στους εκπαιδευόμενους συγκεκριμένες γνώσεις με συγκεκριμένο τρόπο. Φυσικά, η παρουσίαση προκειμένου να γίνει πιο αποδοτική, μπορεί να εμπλουτιστεί με ενεργητικές τεχνικές όπως με τη συζήτηση, τον καταιγισμό ερωτήσεων ή τη θέση ερωτήσεων. 

ο καταιγισμος ιδεων


Η τεχνική του καταιγισμού ιδεών αποτελεί μια εκπαιδευτική τεχνική η οποία ενθαρρύνει τη ενεργή συμμετοχή των εκπαιδευομένων στη μαθησιακή διαδικασία. Επιπλέον, ο καταιγισμός ιδεών αν και προτρέπει τους εκπαιδευόμενους να διατυπώσουν όποια σκέψη τους έρχεται στο μυαλό, ωστόσο οι σκέψεις αυτές πρέπει να είναι σχετικές με την ερώτηση που θέτει ο εκπαιδευτής. Τη στιγμή που διεξάγεται ο καταιγισμός ιδεών δε ασκείται κριτική ούτε από τον εκπαιδευτή ούτε από τους εκπαιδευόμενους. Ωστόσο, οι εκπαιδευόμενοι μετά το πέρας της διαδικασίας, θα κληθούν να επιχειρηματολογήσουν πάνω στις διατυπωμένες σκέψεις τους.
Θεωρώ, ότι η διατύπωση πολλών και διαφορετικών απόψεων που ενδεχόμενα να είναι αντίθετες μεταξύ τους όχι μόνο δεν προκαλεί σύγχυση στους εκπαιδευόμενους αλλά αντίθετα αναπτύσσει τη δημιουργική σκέψη και βοηθά τους εκπαιδευόμενους να κατανοήσουν ότι κάποια ερωτήματα επιδέχονται περισσότερες από μία απαντήσεις. Επιπλέον, ο καταιγισμός ιδεών αποδεικνύει στην πράξη, δηλαδή βιωματικά, ότι η ομαδική εργασία και ομαδική συνεισφορά σε ένα θέμα, οδηγεί σε μεγαλύτερο πλούτο λύσεων σε σχέση με την ατομική εργασία και την ατομική σκέψη.
Ωστόσο, για να βελτιστοποιηθούν τα μαθησιακά αποτελέσματα της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής τεχνικής και για να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα σύγχυσης στους εκπαιδευόμενους συνιστάται ο εκπαιδευτής να ταξινομεί τις σκέψεις που διατυπώνονται σε κατηγορίες. Επίσης ο εκπαιδευτής θα πρέπει να παροτρύνει τους εκπαιδευόμενους να εστιάζουν στις σχετικές με το ερώτημα όψεις του θέματος, έτσι ώστε η διαδικασία να μην καταλήξει σε επίδειξη φαντασίας ή έκθεση ιδεών. Άλλωστε, μετά το πέρας του καταιγισμού ιδεών οι εκπαιδευόμενοι θα πρέπει να επιχειρηματολογήσουν πάνω στις διατυπωμένες σκέψεις του αλλά και να αξιολογήσουν τις σκέψεις των υπόλοιπων εκπαιδευομένων.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Η ταξινομια των στοχων στην εκπαιδευση


Με τον όρο ταξινομία εννοούμε τη συστηματική ταξινόμηση των στόχων μάθησης ανάλογα με την περιοχή την οποία προσπαθεί να καλλιεργήσει η εκπαίδευση, για παράδειγμα την σκέψη, το συναίσθημα ή την πράξη, και ανάλογα με το βαθμό της ποιότητας, της πολυπλοκότητας και της αφαίρεσής των στόχων. Αυτό σημαίνει ότι, η ταξινόμηση των στόχων δεν αποτελεί μόνο μια διαδικασία κατηγοριοποίησης αλλά και μια διαδικασία ιεράρχησης.

Πιστεύω, ότι η ταξινομία των στόχων μπορεί να φανεί χρήσιμη σε ένα εκπαιδευτή που προσπαθεί να διατυπώσει αλλά κυρίως να αξιολογήσει του στόχους μιας εκπαιδευτικής παρέμβασης, στα εξής σημεία:

Α) Η ταξινομία μπορεί να βοηθήσει τον εκπαιδευτή, όχι μόνο στην κατάταξη των επιδιωκόμενων στόχων αλλά κυρίως στη βαθύτερη κατανόησή τους. Για παράδειγμα, ο εκπαιδευτής μπορεί να συγκρίνει δύο στόχους ως προς την σπουδαιότητά τους και να κατανοήσει ότι ο ένας στόχος προϋποθέτει τον άλλο, άρα μπορεί να αφαιρεθεί.

Β) Η ταξινομία μπορεί να βοηθήσει τον εκπαιδευτή να ελέγξει αν οι επιδιωκόμενοι στόχοι καλύπτουν επαρκώς το φάσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων ή αν αντίθετα αφορούν σε ένα περιορισμένο φάσμα. Για παράδειγμα, αν όλοι οι στόχοι σχετίζονται με την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων, τότε ο εκπαιδευτής ίσως θα πρέπει να σκεφτεί τη διατύπωση στόχων που αφορούν στην τροποποίηση της συμπεριφοράς των εκπαιδευόμενων.

Πιστεύω ωστόσο, ότι παρά τη χρησιμότητα των συστημάτων ταξινομίας ο ερευνητής θα πρέπει να έχει υπόψη του όχι μόνο τα πλεονεκτήματα αλλά και τα μειονεκτήματα. Για παράδειγμα, η αυστηρή τήρηση ενός συστήματος μπορεί να δεσμεύσει τον εκπαιδευτή. Περαιτέρω, η αυστηρή και ξεκάθαρη κατηγοριοποίηση των στόχων δεν είναι πάντοτε εφικτή, επειδή η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί εύκολα να κατακερματιστεί σε συγκεκριμένες κατηγορίες. Συνεπώς, θεωρώ ότι ο εκπαιδευτής θα πρέπει ελεύθερα και αυτόνομα να διατυπώνει τους στόχους του και στη συνέχεια να χρησιμοποιεί την ταξινομία προκειμένου να αξιολογήσει τους στόχους, τις δραστηριότητες και τις εκπαιδευτικές τεχνικές αλλά και προκειμένου να στοχαστεί πάνω στην ιεράρχηση των στόχων, σε πιθανές ελλείψεις κτλ.

Ποιος πρεπει να αξιολογει ενα εκπαιδευτικο περογραμμα ενηλικων


Το ερώτημα ποιος πρέπει να είναι ο αξιολογητής σχετίζεται άμεσα με τους σκοπούς της αξιολόγησης. Για παράδειγμα, αν η αξιολόγηση αφορά στην αξιολόγηση υποενοτήτων ενός εκπαιδευτικού προγράμματος, αποτελεί δηλαδή μικροαξιολόγηση, τότε μπορεί να γίνει από τον ίδιο τον εκπαιδευτικό που συμμετέχει στην σύνταξη αλλά και στην εφαρμογή του προγράμματος. Αν αντίθετα η αξιολόγηση έχει στόχο τη σύγκριση διαφόρων εκπαιδευτικών προγραμμάτων μεταξύ τους, τότε μπορεί να διεκπεραιωθεί από ομάδα εξωτερικών αξιολογητών που δεν έχουν λάβει μέρος στη σύνταξη κανενός από τα προγράμματα. Σημειώνεται ωστόσο ότι η αξιολόγηση, συνήθως δεν εστιάζει σε έναν και μοναδικό σκοπό αλλά σε περισσότερους.

Προφανώς, η αξιολόγηση που διενεργείται από εξωτερικούς παρατηρητές όχι μόνο μπορεί να είναι περισσότερο αντικειμενική αλλά επίσης μπορεί να αναδείξει και πτυχές του εκπαιδευτικού προγράμματος, τις οποίες οι άμεσα εμπλεκόμενοι δεν μπορούν να αντιληφθούν. Ωστόσο, η συμμετοχή των μάχιμων εκπαιδευτικών κρίνεται απαραίτητη επειδή είναι οι μόνοι υπεύθυνοι να ελέγξουν την διδακτική εγκυρότητα ενός εκπαιδευτικού προγράμματος αλλά και επειδή έρχονται σε καθημερινή επαφή με τους εκπαιδευόμενους, οι οποίοι εκφράζουν άτυπα τη γνώμη τους για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Επίσης, η αξιολόγηση αποτελεί μια συνεχή διαδικασία, που ξεκινάει ήδη από τη διατύπωση στόχων, πριν δηλαδή ξεκινήσει η εκπαιδευτική διαδικασία και συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Ως εκ τούτου, η συμβολή αφενός του εκπαιδευτή που γνωρίζει από μέσα τα προβλήματα και αφετέρου των εκπαιδευομένων είναι πολύτιμη και ουσιαστική.

Συμπερασματικά λοιπόν, η συμβολή των μάχιμων εκπαιδευτών αλλά και των εκπαιδευομένων στην αξιολόγηση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος είναι απαραίτητη. Ωστόσο, τα εκπαιδευτικά προγράμματα είναι σύνθετα κατασκευάσματα, και για αυτό το λόγο ένας και μοναδικός αξιολογητής δεν είναι δυνατόν να συλλάβει όλες τις πτυχές τους. Αυτό σημαίνει ότι η αξιολόγηση του ίδιου εκπαιδευτικού προγράμματος, μπορεί να ανατεθεί ταυτόχρονα τόσο στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς όσο και σε εξωτερικούς αξιολογητές. Μπορεί επίσης να ανατεθεί η αξιολόγηση κάποιων συγκεκριμένων πτυχών του προγράμματος σε μάχιμους εκπαιδευτικούς και άλλες πτυχές σε εξωτερικούς αξιολογητές.

Goleman & Illeris


O Goleman ανέδειξε τη συναισθηματική νοημοσύνη ως έναν από τους θεμελιώδεις παράγοντες που συντελούν στην ουσιώδη ανθρώπινη επικοινωνία καθώς και στη λειτουργία της εκπαιδευόμενης ομάδας. Στην έννοια της συναισθηματικής νοημοσύνης συμπεριλαμβάνει δεξιότητες όπως η αυτογνωσία, η αυτορύθμιση, η ενσυναίσθηση, η ευελιξία, η ικανότητα εργασίας σε ομάδες και γενικά οι κοινωνικές δεξιότητες σημειώνοντας ότι οι συγκεκριμένες ικανότητες είναι πολλές φορές πιο σημαντικές στην επίτευξη άριστης απόδοσης στη μάθηση από τις τεχνικές δεξιότητες και τον υψηλό βαθμό διανόησης.

Σύμφωνα με την οπτική του Illeris, η μάθηση είναι πολυδιάστατη, και συντίθεται αφενός από το περιεχόμενο, δηλαδή από τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις ικανότητες που αποκτώνται μέσω της μαθησιακής διαδικασίας και αφετέρου από την υποκίνηση και τις σχέσεις των διδασκόντων και διδασκομένων. Ολοκληρωμένη μάθηση συντελείται εάν κάθε μία διάσταση λειτουργεί άρτια αλλά και αλληλεπιδρά με την άλλη. Ωε εκ τούτου ο σκοπός της μάθησης δεν εξαντλείται  στη μεταφορά των γνώσεων με άριστο τρόπο, αλλά θα πρέπει να αναπτύσσει την κριτική σκέψη, τη δημιουργικότητα, την ενσυναίσθηση κτλ, φτάνοντας ακόμη και στο μετασχηματισμό προβληματικών ιδεών. Ως εκ τούτου, τόσο Illeris όπως και ο Goleman σημειώνουν τη σημασία της συναισθηματικής εμπλοκής των εκπαιδευομένων στη διάρκεια της μαθησιακής διεργασίας.

Μερικεε σκεψεις πανω στους θεωρητικους της εκπαιδευσης ενηλικων : Illeris & Mezirow


Ο Illeris διατυπώνοντας το περιεχόμενο της μάθησης, συμπεριλαμβάνει σε αυτό τόσο τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις ικανότητες που πρέπει να αποκτήσουν οι εκπαιδευόμενοι όσο και τις στάσεις και τις αξίες που θα αποκτήσουν ή θα χρειαστεί να αλλάξουν στη διαδικασία της μάθησης. Περαιτέρω, στο περιεχόμενο της μάθησης εντάσσεται και η κριτική επαναξιολόγηση των στερεοτυπικών παραδοχών και των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων. Η άποψη αυτή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι απηχείται στην οπτική του Freire, σύμφωνα με την οποία η μετάδοση γνώσεων δεν αποτελεί επαρκή αυτοσκοπό της μάθησης, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από την κριτική συνειδητοποίηση της κατάστασης του ατόμου, των αιτίων και της αναγκαιότητας για αλλαγή.

Όσον αφορά στα κίνητρα και στη σχέση εκπαιδευτή-εκπαιδευόμενου, ο Illeris υπογραμμίζει τη σημασία του καλού κλίματος, της ενεργού συμμετοχής, της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης και της δημιουργικότητας που επιτυγχάνονται μέσω βιωματικών, ενεργητικών μεθόδων. Από την άλλη μεριά, η μέθοδος της κωδικοποίησης-αποκωδικοποίησης αποτελεί μια ενεργητική, βιωματική μέθοδο που βασίζεται στο διάλογο, και στην οποία οι συμμετέχοντας αναλαμβάνουν αποκαλυπτικό-ευρετικό ρόλο καλλιεργώντας τις επικοινωνιακές τους ικανότητες, την κριτική σκέψη, τη συνεργασία, την συναισθηματική έκφραση κτλ.

Μερικες σκεψεις πανω σε δυο σημαντικους θεωρητικους της εκπαιδευσης ενηλικων: Freire & Mezirow


Τόσο ο Freire όσο και ο Mezirow θέτουν ως βασική προϋπόθεση για την μάθηση την κριτική συνειδητοποίηση ή τον κριτικό στοχασμό της υφιστάμενης κατάστασης, με στόχο τη δράση για την επίτευξη αλλαγής.

Ο Freire επισημαίνει ότι η διαδικασία της μάθησης δεν έχει αποκλειστικό στόχο τον εγγραματισμό των ατόμων αλλά και τη συνειδητοποίηση των κοινωνικών-οικονομικών και πολιτικών αιτίων που ευθύνονται για την κατάστασή του καθώς και την αναγνώριση της αναγκαιότητας για δράση με στόχο τον μετασχηματισμό του κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος προς ένα κοινωνικά  συστημα.

Ο Mezirow από την άλλη μεριά, πιστεύει και αυτός, ότι το ενήλικο άτομο πρέπει να συνειδητοποιήσει την κατάστασή του και πιο συγκεκριμένα τα στερεότυπα, τις προβληματικές παραδοχές του και γενικά το σύστημα των νοητικών συνηθειών στις οποίες συχνά βρίσκεται εγκλωβισμένος.  Πρώτο βήμα λοιπόν είναι η κριτικός στοχασμός πάνω στις πεποιθήσεις που όχι μόνο δεν αντιστοιχούν στις πραγματικές ανάγκες αλλά εμποδίζουν το άτομο να έχει μια ουσιώδη λειτουργική και αυτοδύναμη ζωή ενώ το επόμενο βήμα είναι ο μετασχηματισμός αυτών των στάσεων.

Συνεπώς τόσο για το Freire έσο και για τον Mezirow η εκπαίδευση έχει απελευθερωτικό και χειραφετητικό χαρακτήρα, παρέχοντας ευκαιρίες στον εκπαιδευόμενο να συνειδητοποιήσει κριτικά την κατάσταση του, είτε πρόκειται για την κοινωνικο-οικονομική του κατάσταση είτε για τις πεποιθήσεις του και στη συνέχεια να προσπαθήσει να δράσει προς την ανατροπή ή το μετασχηματισμό.

Σημαντική είναι επίσης η έμφαση που και οι δύο θεωρητικοί δίνουν στο διάλογο ως βασική παιδαγωγική μέθοδο. Ο Freire εστιάζει στο διάλογο εκπαιδευτών-εκπαιδευομένων με τη μέθοδο της κωδικοποίησης-αποκωδικοποίησης ενώ o Mezirow περιγράφει τον ορθολογικό διάλογο, στόχος του οποίου είναι η εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης χωρίς να υπάρχει νικηφόρα άποψη.

Σε ότι αφορά στην διασύνδεση της μετασχηματίζουσας μάθησης με την κοινωνική-πολιτική δράση, ο Mezirow διαφοροποιείται από τον Freire σε δύο σημεία: α) Θεωρεί ότι το ίδιο το άτομο θα αποφασίσει πότε και αν θα δράσει και β) θεωρεί ότι δεν είναι όλοι οι εκπαιδευτές κατάλληλοι και αρμόδιοι για να υποδείξουν στους εκπαιδευόμενους τη μορφή δράσης. Συνεπώς ο ρόλος του εκπαιδευτή είναι να δώσει στους εκπαιδευόμενους της πληροφορίες που θα βοηθήσουν τους εκπαιδευόμενους να αποφασίσουν οι ίδιοι τελικά για την μορφή δράσης που θα αναλάβουν.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Ποιά είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ομαδικής εργασίας και των ομάδων εργασίας.


Καταρχάς οι ομάδες εργασίας δημιουργούνται όταν το σύνολο των εκπαιδευομένων (η ολομέλεια) χωρίζεται σε υπό-ομάδες προκειμένου να εργαστεί για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Στη συνέχεια, τα πορίσματα των υποομάδων πρέπει να κοινοποιηθούν στην ολομέλεια.

Στην εκπαίδευση ενηλίκων η εργασία σε ομάδες θεωρείται ιδιαίτερα πλεονεκτική και για αυτό ο εκπαιδευτή ενηλίκων θα πρέπει να στρέψει τις προσπάθειες και το ενδιαφέρον του στα εξής σημεία:
- Η διεργασία της ομάδας θα πρέπει να ενισχύει την αυτοεκτίμηση των μελών
- Τα μέλη να υποστηρίζονται μεταξύ τους αλλά και ο εκπαιδευτής να υποστηρίζει τα μέλη.
- Το κλίμα να είναι φιλικό, οικείο με συνεργασία και ομαδικό πνεύμα.
- Η ομάδα να δίνει ευκαιρίες συμμετοχής σε όλους τους συμμετέχοντες.

Μερικά σημαντικά πλεονεκτήματα της ομαδικής εργασίας είναι τα παρακάτω:
α) Τα μέλη μεταξύ τους έχουν διαφορές στις γνώσεις, το υπόβαθρό τους, στο τρόπο σκέψης κτλ. Συνεπώς, σε μια ομάδα ακούγονται περισσότερες απόψεις και ιδέες. Αναπτύσσονται δυνατότητες για αμοιβαίες διορθώσεις και εποικοδομητικές  κρίσεις. Αυξάνεται η δημιουργικότητα.
β) Οι ομαδικές εργασίες, δίνουν τη δυνατότητα για ενεργητική συμμετοχή και για λήψη πρωτοβουλιών.
δ) Βελτιώνονται οι επικοινωνιακές και κοινωνικές δεξιότητες των μελών,
ε) Σε ένα δεδομένο πρόβλημα, η ομαδική εργασία έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από την ατομική εργασία.

Μερικά μειονεκτήματα και πιθανές αντιδράσεις που μπορεί να εμφανιστούν στην ομαδική εργασία είναι η παρακάτω.
α) Ορισμένα μέλη μπορεί να αισθανθούν ότι καταπιέζονται από την ομάδα.
β) Η ομάδα μπορεί να δημιουργήσει το ρόλο του απόβλητου ή να προσδώσει στους συμμετέχοντες τυποποιημένους ρόλους.
γ) Μπορεί να δημιουργηθούν προσωπικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των μελών.
δ) Σε κάποιους εκπαιδευόμενους η ομαδική εργασία μπορεί να τους δημιουργήσει άγχος.
στ) Αν η ομάδα είναι πολυάριθμη τότε είναι και δυσλειτουργική.
ε) Ο ρυθμός εργασίας της ομάδας ενδέχεται να μην ταιριάζει στο ρυθμό του κάθε μέλους.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των ομάδων στην εκπαίδευση;


α) Δομή και λειτουργία της ομάδας. Η δομή αφορά αφενός στη σύσταση και στην οργάνωση της ομάδας και βασικός μοχλός της αλληλεξάρτησης είναι ο κοινός σκοπός, οι εργασίες, η μεθόδευσης κτλ και αφετέρου ο χώρος, ο χρόνος και οι κανόνες συμμετοχής των μελών στην ομάδα. Τα δύο αυτά στοιχεία συνθέτουν την κοινή γλώσσα και κοινή συνείδηση των μελών που διαφοροποιούν την ομάδα από μια απλή συνάθροιση ατόμων. Η λειτουργία της ομάδας αφορά στον τρόπο που αναπτύσσεται η ομάδα, στον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζεις τις ανάγκες της διεργασίας και επιλύει τα διάφορα θέματα.
Η ορατή δομή είναι ο χρόνος και ο χώρος της εκπαίδευσης, το χρονοδιάγραμμα, οι μέθοδοι αξιολόγησης, το μέγεθος και η σύνθεση της ομάδας κτλ. Η μη ορατή δομή αφορά στους ρόλους που αναδύονται, στους κανόνες που τίθενται ή αναιρούνται, στο κοινωνικό- συγκινησιακό κλίμα, στις μορφές επικοινωνίας καθώς και στις αξίες και στις στάσεις των μελών.
β) Ρυθμιστικοί κανόνες. Η ύπαρξη κανόνων είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία της ομάδας καθώς ρυθμίζει μια σειρά ζητημάτων όπως την έναρξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας, την ώρα αποχώρησης των μελών, τον τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των μελών. Μπορεί ακόμη να καθοριστεί ο τρόπος που θα ασκείται κριτική στα μέλη, τα όρια της αρνητικής κριτικής, οι κανόνες ευγενείας μεταξύ των εκπαιδευομένων και διάφορα άλλα ζητήματα. Οι κανόνες μπορούν να επιβάλλονται έξωθεν από το πλαίσιο της εκπαίδευσης. Για παράδειγμα, μπορεί να μην επιτρέπεται η μετακίνηση των επίπλων ή ο δυνατός θόρυβος που συχνά παρατηρείται στις ομαδικές εργασίες. Άλλοι κανόνες μπορούν να διαμορφωθούν από τα ίδια τα μέλη της ομάδας. Άλλοι κανόνες είναι προκαθορισμένοι ενώ άλλοι μπορεί να διατυπωθούν καθώς εξελίσσεται η διαδικασία.
γ) Μέγεθος της ομάδας. Όσο μεγαλύτερη αριθμητικά είναι η ομαδα τόσο καλύτερη οργάνωση χρειάζεται από τον εκπαιδευτή. Εάν η ομάδα έχει 20 μέλη τότε είναι σκόπιμο η εργασία να εναλλάσσεται μεταξύ υπο ομάδων και ολομέλειας.
δ) Σύνθεση της ομάδας. Η διεργασία και η δυναμική της ομάδας καθορίζεται από τα χαρακτηριστικά των μελών. Με βάση τα χαρακτηριστικά των μελών μια ομάδα μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ομοιογενής, ή περισσότερο ή λιγότερο ετερογενής. Η ομοιογένεια μπορεί να είναι επιθυμητή όταν ο στόχος της ομάδας είναι η απόκτηση γνώσεων στην πληροφορική ενώ αντίθετα η ανομοιογένεια είναι θετική όταν οι σκοποί είναι για παράδειγμα η διαπολιτισμική εκπαίδευση.
ε) Συνοχή, δηλαδή η δύναμη του δεσμού που ενώνει τους συμμετέχοντες με την ομάδα. Η υψηλή συνοχή εκφράζεται μέσα από το καλό κλίμα, τη συμμετοχικότητα, τον σεβασμό και τη στήριξη που δείχνουν το ένα μέλος στο άλλο. Αντίθετα η χαμηλή συνοχή μπορεί να εκφράζεται από την απομόνωση κάποιων μελών, από τις άσχετες δραστηριότητες κτλ. Η συνοχή δεν πρέπει να ταυτίζεται με την ομοιογένεια.
στ) Ο στόχος ή οι στόχοι της ομάδας. Οι στόχοι αποτελούν το λόγο σύστασης της ομάδας και μπορεί να είναι πρωτεύοντες και εμφανείς ή δευτερεύοντες και αφανείς.
ζ) Διάρκεια των συναντήσεων και πυκνότητα συναντήσεων.

Γιατί είναι σημαντικό το καλό συγκινησιακό κλίμα στην ομάδα και πως επιτυγχάνεται; 


Το καλό συγκινησιακό κλίμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην ομάδα και αυξάνει την αποτελεσματικότητα της μάθησης. Οι εκπαιδευόμενοι αισθάνονται πιο ασφαλείς να συμμετέχουν και να εκφράσουν τις απόψεις τους. Με αυτόν τον τρόπο οι απόψεις που ακούγονται στην ομάδα χαρακτηρίζονται από ποικιλία και πλούτο. Το καλό κλίμα εξασφαλίζει ένα φιλικό περιβάλλον, ζεστό και επιτρεπτικό ενώ ένα καλό κλίμα οδηγεί σε ένα ψυχρό, τυπικό ή και ακόμη εχθρικό περιβάλλον μάθησης.

Σημαντικό στοιχείο είναι ο αλληλοσεβασμός και η αλληλο-αποδοχή μεταξύ των εκπαιδευομένων αλλά και μεταξύ του εκπαιδευτή και των εκπαιδευόμενων. Αυτό σημαίνει όχι μόνο ότι πρέπει να γίνεται αποδεκτή η διαφορά μεταξύ των μελώ της ομάδας αλλά και να αξιοποιείται. Τα μέλη της ομάδας πρέπει να αισθάνονται ελεύθερα να εκφράσουν τα συναισθήματά τους αλλά και να συμμετέχουν ξεπερνώντας πιθανούς φόβους και άγχη.
Ο εκπαιδευτής πρέπει να προσπαθεί να εμπλέξει όλους του εκπαιδευόμενους έτσι ώστε να αξιοποιήσει τις ικανότητές τους μέσα από κατάλληλες δραστηριότητες. Κάθε μέλος μπορεί να συνεισφέρει στην ομάδα και αυτό πρέπει να γίνεται κατανοητό. Οι ενεργητικές τεχνικές είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην εκπαίδευση ενηλίκων και για αυτό το λόγο πρέπει να δίνονται εσωτερικά κίνητρα συμμετοχής και να γίνεται προσπάθεια να μειωθεί η τυχόν αντίδραση των εκπαιδευομένων σε αυτές τις μεθόδους. Οι δραστηριότητες πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στα ενδιαφέροντα των εκπαιδευομένων, να αποτελούν δημιουργικές προκλήσεις στις οποίες μπορούν να ανταπεξέλθουν.

Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα της εργασίας σε ομάδας. 


Ο εκπαιδευτής που θέλει να αυξήσει την αποτελεσματικότητα της εκπαιδευσης σε ομάδας θα πρέπει να λάβει υπόψη τους εξής παράγοντες
α) Το γνωστικό αντικείμενο (πχ. εκμάθηση υπολογιστή, καλλιτεχνική δραστηριότητα κτλ.)
β) Το πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιείται το πρόγραμμα εκπαίδευσης (κεκ, σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, ανοιχτό πανεπιστήμιο)
γ) Το προφίλ των εκπαιδευόμενων και τις προσωπικές τους ικανότητες και γνώσεις
δ) Το διαθέσιμο χώρο και χρόνο
ε) Τον αριθμό των εκπαιδευομένων. Ιδανικά πρέπει να είναι μικρότερος του 20 για να μπορούν να εφαρμοστούν οι ενεργητικές τεχνικές.
στ) Την υποστήριξη του πλαισίου εκπαίδευσης.

Πως οριοθετείται η ομάδα και συνεχίζει να λειτουργεί όταν α) αλλάζει η σύνθεσή της και β) η προσέλευση και αναχώρηση γίνεται άτακτα


α) Αλλαγή στη σύνθεση της ομάδας σημαίνει ότι προσέρχεται νέο μέλος ή αποχωρεί ένα παλαιότερο. Η αλλαγή στη σύνθεση μπορεί να διαταράξει την ομάδα και για αυτό το λόγο χρειάζεται εκ νέου ο προσδιορισμός του εκπαιδευτικού συμβολαίου, της οικειότητας κτλ.

β) Η προσέλευση και αναχώρηση των εκπαιδευομένων πρέπει να γίνεται χωρίς ανωμαλίες, διαφορετικά διαταράζεται η συγκέντρωση τόσο του εκπαιδευτή όσο και των εκπαιδευομένων. Ο εκπαιδευτής πρέπει να αναλάβει την ευθύνη ώστε να μη διαταράσσεται η διεργασία της ομάδας. Από την άλλη μεριά, οι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι λόγω των υποχρεώσεων που συχνά έχουν ενδεχόμενα να αργήσουν κάποιες φορές. Μια λύση που έχει αποδειχτεί αποτελεσματική, είναι η ρίψη σημειώματος κάτω από την πόρτα, έτσι ώστε ο εκπαιδευτής να ανοίξει την πόρτα όποτε κρίνει χρήσιμο.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Τα εμπόδια στη μάθηση


Οι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια στη μάθηση τα οποία μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις βασικές κατηγορίες.
1) Εμπόδια που οφείλονται στην κακή οργάνωση του προγράμματος.
2) Εμπόδια που απορρέουν από τις κοινωνικές υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των ενήλικων εκπαιδευομένων.
3) Εσωτερικά εμπόδια.

Τα εσωτερικά εμπόδια απορρέουν από την προσωπικότητα των εκπαιδευομένων και μπορεί να οφείλονται ακόμη και στις γνώσεις και τις αξίες που έχουν κατασταλάξει στη σκέψη των ατόμων. Οι ενήλικοι είναι λιγότεροι εύπλαστοι σε σχέση με τα παιδιά και είναι δυσκολότερο να αλλάξουν αντιλήψεις. Ως εκ τούτου, οι προυπάρχουσες γνώσεις μπορούν να τους οδηγήσουν ακόμη και σε αμφισβήτηση ή αρνητική στάση απέναντι στον εκπαιδευτή. Περαιτέρω, οι ενήλικοι ενδέχεται να ταυτίζουν την προσωπικότητά τους με τις απόψεις και σε περίπτωση αμφισβήτησης των απόψεων τους θεωρούν ότι θίγεται και η προσωπικότητά τους.
Τα εσωτερικά εμπόδια επίσης μπορεί να οφείλονται και σε ψυχολογικούς παράγοντες, για παράδειγμα στη χαμηλή αυτοεκτίμηση και στην έλλειψη αυτοπεποίθησης ή στο άγχος που προκαλεί η ιδιότητα του μαθητή. Ο ενήλικος εκπαιδευόμενος ενδέχεται να φοβάται την αξιολόγηση, την αποτυχία, την κριτική ή ακόμη και να έχει αρνητικές εμπειρίες από τη σχολική του ζωή.

Ποιες είναι οι βασικές προϋποθέσεις ώστε η μάθηση του ενήλικου εκπαιδευόμενου να γίνει όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική; 


Οι βασικές προ υποθέσεις είναι οι παρακάτω:
1) Η εκπαίδευση πρέπει να είναι ελεύθερη και όχι καταπιεστική. Ο ενήλικος εκπαιδευόμενος αποτελεί ένα αυτόνομο και αυτό-προσδιοριζόμενο άτομο που έχει τον έλεγχο της ζωής του. Επίσης αποφασίζει μόνος του να παρακολουθήσει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Ως εκ τούτου η πίεση έχει αρνητικό αποτέλεσμα.
2) Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα πρέπει να είναι πολύ καλά οργανωμένο. Οι ενήλικοι έχουν έλλειψη χρόνου ενώ μπορούν να ασκήσουν κριτική τόσο στους εκπαιδευτές όσο και στους εκπαιδευόμενους. Για αυτό το λόγο, ένα πρόγραμμα πρέπει να είναι πολύ καλά οργανωμένο από την άποψη της ενημέρωσης, του χρονοδιαγράμματος, της γραμματειακής υποστήριξης κτλ.
3) Το περιεχόμενο και το αντικείμενο της μάθησης πρέπει να συνδέεται με τις εμπειρίες, τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των εκπαιδευομένων. Τα παραδείγματα, οι μελέτες περιπτώσεων, το εκπαιδευτικό υλικό κτλ. πρέπει να συνδέονται με τις καταστάσεις που αντιμετωπίζουν ή πρόκειται να αντιμετωπίσουν οι εκπαιδευόμενοι.
4) Οι εκπαιδευτικοί στόχοι πρέπει να είναι ξεκάθαροι, ρεαλιστικοί και να συνδέονται με τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες των εκπαιδευομένων αλλά και να ανταποκρίνονται στα επαγγελματικά και κοινωνικά περιγράμματα.
5) Η εκπαιδευτική προσέγγιση πρέπει να είναι εξατομικευμένη, καθώς ο ενήλικος εκπαιδευόμενος, λόγω της εμπειρίας του, έχει αποκρυσταλλώσει τους τρόπους μάθησης.
6) Η ενεργητική συμμετοχή των εκπαιδευόμενων πρέπει να ενθαρρύνεται μέσω των κατάλληλων εκπαιδευτικών τεχνικών, μέσω ανάθεσης πρωτοβουλιών στους εκπαιδευόμενους κτλ.
7) Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια. Για αυτό το λόγο ο εκπαιδευτής ή το ίδρυμα/ πάροχος της εκπαίδευσης θα πρέπει να προσπαθήσει να βοηθήσει τον εκπαιδευόμενο να ξεπεράσει τα εμπόδια στη μάθηση.
8) Το κλίμα πρέπει να είναι θετικό, να προωθεί την επικοινωνία, τη συνεργασία, τον αλληλοσεβασμό κτλ. Ο εκπαιδευτής δεν έχει το ρόλο του παντογνώστη και αρχηγού αλλά προωθεί τη συμμετοχή, το διάλογο, την ευρετική διαδικασία κτλ. Αποτελεί περισσότερο ένα συντονιστή που τροφοδοτεί με εναύσματα και βοηθάει προς τη σταδιακή προσέγγιση του ζητήματος παρά μία αυθεντία που δίνει έτοιμη γνώση.

Πόσο πρόθυμος είναι ο ενήλικος εκπαιδευόμενος στην αλλαγή κατασταλαγμένων απόψεων, στάσεων, αντιλήψεων κτλ;


Πράγματι ο ενήλικος εκπαιδευόμενο έχει συγκεντρώσεις γνώσεις και εμπειρίες, οι οποίες αποτελούν βάση για περαιτέρω μόρφωση. Περαιτέρω, ο ενήλικος εκπαιδευόμενος έχει συνήθως κατασταλάξει στον τρόπο που μαθαίνει και ανατρέχει σε αυτόν, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι ο εκπαιδευτής δε θα πρέπει να ωθήσει τον εκπαιδευόμενο να δοκιμάσει νέες μεθόδους και να πειραματιστεί με αυτές. Καθώς οε ενήλικος είναι ώριμος, αναλαμβάνεις σημαντικές ευθύνες στη ζωή, αυτοπροσδιορίζεται και είναι αυτόνομος, είναι λογικό να είναι σε θέση να αναγνωρίζει τα σφάλματά του και να θέλει να αλλάξει στάσεις και συμπεριφορές.

Αυτό ωστόσο δεν συμβαίνει πάντοτε. Υπάρχει περίπτωση, ο εκπαιδευόμενος να ταυτίζει τις απόψεις του με την προσωπικότητά του και ως εκ τούτου, οποιαδήποτε αναθεώρηση των απόψεών του να του προκαλεί σύγχυση. Αναθεωρώντας τις απόψεις του και τις ιδέες του αισθάνεται ότι θίγεται και αμφισβητείται η ίδια του η προσωπικότητα. Για αυτό το λόγο, μπορεί να παρατηρηθεί η εκδήλωση αρνητικής στάσης απέναντι στον εκπαιδευτή και στις τεχνικές διδασκαλίας. Ο εκπαιδευτής θα πρέπει να εστιάσει στην παροχή κινήτρων, στο καλό συναισθηματικό κλίμα, στην ενεργοποίηση του εκπαιδευόμενου έτσι ώστε ο εκπαιδευόμενος να μπορέσει να αποκομίσει από ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα όχι μόνο γνώσεις αλλά και τη δυνατότητα να αλλάξει στάσεις και συμπεριφορές.

Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος που περιμένει ο ενήλικος εκπαιδευτής από έναν  εκπαιδευόμενο;


Υπάρχει περίπτωση κάποιοι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι να έχουν αποκρυσταλλώσει συμπεριφορές, με βάση τις οποίες περιμένουν από τον εκπαιδευτή να συμπεριφέρεται σαν εκπαιδευτικός, για παράδειγμα να δίνει πολύωρες διαλέξεις, να προβάλει την αυθεντία του, να ελέγχει και να βαθμολογεί τους μαθητές κτλ. Άλλωστε, ένα από τα χαρακτηριστικά του ενήλικου εκπαιδευόμενου είναι τα ισχυρά βιώματά του που καθορίζουν τη συμπεριφορά του και στη στάση του. Κάποιοι δηλαδή εκπαιδευόμενοι μπορεί πράγματι να νιώθουν άνετα στο ρόλο του μαθητή και να έχουν μάθει καλά αυτόν τον τρόπο συμμετοχής σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα.

Ωστόσο, στην εκπαίδευση ενηλίκων χρησιμοποιούνται εκπαιδευτικές τεχνικές που ενεργοποιούν τη συμμετοχή του ενήλικου στο πρόγραμμα, όπως ο καταιγισμός ιδεών και η ομαδική εργασία. Ο ενήλικος, ο οποίος θεωρείται ώριμο άτομο που αυτό-προσδιορίζεται, επιλέγει αυτόβουλα τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα με σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων είτε γνωστικών είτε προσωπικών. Επίσης, οι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι, θέλουν να προσαρμόζεται η εκπαιδευτική διαδικασία στις ανάγκες και στις υποχρεώσεις τους, ενώ καλούνται και να συμμετέχουν οι ίδιοι στη διαμόρφωση της διαδικασίας και των επιμέρους στόχων. Πολλοί, έχουν κατασταλάξει στον τρόπο που μαθαίνουν και έχουν τους δικούς τους ρυθμούς τους οποίους πρέπει να σεβαστεί ο εκπαιδευτής.

Συμπερασματικά λοιπόν, ενώ υπάρχει περίπτωση κάποιοι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι να αισθάνονται ασφάλεια στο ρόλο του μαθητή, εντούτοις η εκπαίδευση ενηλίκων θεωρεί πως οι εκπαιδευόμενοι είναι ώριμα άτομα, με συγκεκριμένους σκοπούς, με κατασταλαγμένους τρόπους μάθησης χωρίς να αποκλείονται οι πειραματισμοί, με διάθεση να συμμετέχουν ενεργά στην εκπαιδευτική διαδικασία. Συνεπώς,  η σχέση εκπαιδευτή-εκπαιδευόμενου διαφέρει πολύ από τη σχέση εκπαιδευτικού- μαθητή.

Ποιά είναι τα γνωρίσματα των ενήλικων εκπαιδευομένων; Ποιά είναι τα στοιχεία που συμβάλουν στην αποτελεσματική μάθηση των ενηλίκων; 


Η ομάδα των ενήλικων εκπαιδευόμενων διαφέρει από μια ομάδα μαθητών που ανήκουν στην παιδική ή εφηβική ηλικία αλλά και από μια ομάδα φοιτητών που φοιτούν στην τυπική τριτοβάθμια εκπαίδευση (εξαιρείτε το ΕΑΠ που απευθύνεται σε εκπαιδευόμενους που έχουν τα χαρακτηριστικά του ενήλικου).

Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της εκπαίδευσης ενηλίκων, ιδιαίτερα της άτυπης, είναι ότι στο μεγαλύτερο βαθμό είναι ανοιχτή σε οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, δεν περιλαμβάνει δηλαδή εισαγωγικές εξετάσεις ούτε προϋποθέτει την παρακολούθηση προπαρασκευαστικών μαθημάτων κτλ. Για παράδειγμα η αποδοχή στα πτυχιακά προγράμματα του ΕΑΠ για καθαρά πρακτικούς και οργανωτικούς λόγους γίνεται με κλήρωση και όχι με εξετάσεις, όπως γίνεται στα υπόλοιπα τμήματα ΑΕΙ/ ΤΕΙ.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι τα προγράμματα εκπαίδευσης ενηλίκων δεν έχουν κριτήρια, τα οποία πρέπει να πληρούνται για να είναι επιτυχής η παρακολούθηση. Για παράδειγμα, τα εξ-αποστάσεως προγράμματα απαιτούν την γνώση χειρισμού υπολογιστή και ιντερνετ ή ένα πρόγραμμα στον τουρισμό μπορεί να απαιτεί την γνώση ξένης γλώσσας.
Επίσης, ο ενήλικος προσέρχεται στην εκπαίδευση με δική του πρωτοβουλία και ελεύθερα. Αυτό  συνεπάγεται ότι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα δεν μπορεί να απαιτεί την παρακολούθηση συγκεκριμένων μαθημάτων και να περιλαμβάνει υποχρεωτική παρακολούθηση όλων των ωρών. Αντίθετα θεωρείται ότι ο εκπαιδευόμενος προσέρχεται στην εκπαίδευση επειδή ο ίδιος το επιθυμεί και επειδή έχει συγκεκριμένους σκοπούς και όχι επειδή αυτό επιβάλλεται από το ίδρυμα. Για παράδειγμα, τα ΙΕΚ και στα ΤΕΙ που όπως ήδη ειπώθηκε δεν ανήκουν στην εκπαίδευση ενηλίκων, η φοίτηση είναι υποχρεωτική με συγκεκριμένο όριο απουσιών.

Όσον αφορά στους στόχους των ενήλικων εκπαιδευόμενων, αυτό αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά τους. Δηλαδή ο ενήλικος έχει συγκεκριμένους στόχους. Η πιο σημαντική κατηγορία ενδεχόμενα είναι η επαγγελματική εξέλιξη, δηλαδή η απόκτηση γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων που θα βοηθήσουν τον εκπαιδευόμενο να εξελιχθεί στον επαγγελματικό στίβο, να καλύψει κενά, να επικαιροποιήσει τις γνώσεις του ή ακόμη και να αλλάξει επαγγελματικό πεδίο. Σήμερα, οι εξελίξεις στην τεχνολογία και στις επιστήμες είναι τόσο γρήγορες που η ανάγκη για συνεχή μάθηση είναι σχεδόν επιτακτική.
Μια άλλη κατηγορία στόχων είναι η προσωπική εξέλιξη, δηλαδή η βελτίωση της προσωπικότητας, η μάθηση πραγμάτων που προσελκύουν το ενδιαφέρον των ενδιαφερόμενων, η χαρά της μάθησης, η ανακάλυψη νέων πεδίων κτλ.
Φυσικά, μπορεί ο εκπαιδευόμενος να μην έχει συγκεκριμένους στόχους και να ψάχνει δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου η δημιουργίας κοινωνικών σχέσεων. Στην Ελλάδα, ιδίως πολλά άτομα παρακολουθούν προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης για να πάρουν το απαραίτητο πιστοποιητικό ή να λάβουν το σχετικό επίδομα, ενώ δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το αντικείμενο της μάθησης.
Επίσης, οι ενήλικοι μαθητές έχουν εμπειρίες τις οποίες αξιοποιούν στην μάθηση. Πολλές φορές, ο λόγος που προσέρχονται σε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης ενηλίκων είναι για να βελτιώσουν ή να εμβαθύνουν πάνω στις εμπειρίες τους.
Ως μαθητές, οι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι επιθυμούν να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία της μάθησης. Για αυτό το λόγο, κατάλληλες μέθοδοι θεωρούνται οι ενεργητικές, βιωματικές μέθοδοι και όχι η παθητική διάλεξη. Αυτό βέβαια, δε σημαίνει ότι η αποκλειστική διάλεξη είναι κατάλληλη για τους ανήλικους μαθητές ούτε ότι θα πρέπει να αποκλειστεί εντελώς από τους ενήλικους εκπαιδευόμενους. Ωστόσο, οι θεωρητικοί της εκπαίδευσης ενηλίκων έχουν υπογραμμίσει την αυτονομία των ενήλικων και τη πρόθεσή τους να εκφράζονται ελεύθερα και κριτικά απέναντι στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, στον εκπαιδευτή και στις μεθόδους του.

Εκτός από τους συγκεκριμένους στόχους και τη διάθεση του εκπαιδευόμενου να συμμετέχει στον καθορισμό του προγράμματος εκπαίδευσης (περιεχόμενο, μέθοδοι κτλ), ο ενήλικος εκπαιδευόμενος έχει ένα ακόμη σημαντικό γνώρισμα. Έχει σημαντικές εμπειρίες και διαμορφωμένη προσωπικότητα και ως συνέπεια έχει καταλήξει σε συγκεκριμένες μεθόδους με τις οποίες μαθαίνει. Καθώς, ειπώθηκε ότι ο ενήλικος θέλει να συνδιαμορφώνει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα αυτό σημαίνει ότι το πρόγραμμα θα πρέπει να του δίνει τη δυνατότητα να επιλέξει εκείνον τον τρόπο που ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις προτιμήσεις του. Για παράδειγμα ένα πρόγραμμα μπορεί να περιλαμβάνει έντυπο υλικό αλλά και οπτικοακουστικό έτσι ώστε να καλύψει περισσότερες μαθησιακές προτιμήσεις.

Παρόλα αυτά, η εκπαίδευση ενηλίκων αποτελεί και μια ευκαιρία να δοκιμαστεί ο εκπαιδευόμενος σε καινούργιες μεθόδους ή να αλλάξει εκείνους τους τρόπους που δεν είναι τόσο αποδοτικοί και αποτελεσματικοί. Επίσης, ο κάθε ενήλικος έχει το δικό του ρυθμό μάθησης που οφείλεται αφενός στον τρόπο ζωής του αλλά και στις προηγούμενες εμπειρίες του. Ένα επιτυχημένο πρόγραμμα εκπαίδευσης ενηλίκων θα πρέπει να υποστηρίζει όλους τους ρυθμούς μάθησης, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες να δοκιμαστούν σε ένα νέο ρυθμό.

Οι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι, ως ομάδα χαρακτηρίζονται από ανομοιογένεια. Για αυτό το λόγο , μια σημαντική διαφορά του εκπαιδευτή ενηλίκων σε σχέση με τον εκπαιδευτικό μαθητών είναι η ανάγκη για εξατομικευμένη διδασκαλία. Κάποιοι ενήλικοι εκπαίδευόμενοι μπορεί να αντιδρούν για παράδειγμα στη βαθμολογία ή στην απαίτηση για αποστήθιση πληροφοριών.

Παρά τις διαφορές που έχουν οι ενήλικοι στον τρόπο που μαθαίνουν, εντούτοις οι μεγαλύτεροι θεωρητικοί της εκπαίδευσης συμφωνούν ότι το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των ενηλίκων είναι η εμπειρία τους. Δηλαδή μια βασική αρχή της εκπαίδευσης ενηλίκων είναι ότι η μάθηση πρέπει να σχετίζεται και να συνδέεται με την εμπειρία.
Ο ενήλικος επίσης θέλει να γνωρίζει για ποιο λόγο μαθαίνει κάτι και που θα του χρησιμεύσει. Για αυτό το λόγο, οι στόχοι πρέπει όχι μόνο να συν-αποφασίζονται από τον εκπαιδευτή και τους εκπαιδευόμενους αλλά και να μην είναι αόριστοι και γενικόλογοι.
Το πρόγραμμα της εκπαίδευσης πρέπει να είναι άρτια οργανωμένο αλλά όχι υπερβολικά αυστηρό, καθώς πολλά στοιχεία θα αποφασιστούν από κοινού με τους εκπαιδευόμενους.
Το κλίμα επίσης είναι εξαιρετικά σημαντικό για την επιτυχή ολοκλήρωση ενός προγράμματος. Πολλές φορές ο εκπαιδευτής μπορεί να χαλάσει το συναισθηματικό κλίμα της ομάδας προσβάλλοντας του συμμετέχοντες ή λειτουργώντας ως δάσκαλος που διορθώνει συνεχώς και επιπλήττει τους μαθητές. Πολλοί ενήλικοι εκπαιδευόμενοι έχουν αρνητικές εμπειρίες από την σχολική περίοδο και ενδεχόμενα οι προηγούμενες κακές εμπειρίες να λειτουργούν αρνητικά στις τρέχουσες προσπάθειας.

Συμπερασματικά λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα πολύ βασικά στοιχεία που συμβάλλουν στην εκπαίδευση των ενηλίκων είναι
α) Η ενεργητική συμμετοχή των εκπαιδευόμενων
β) Η αξιοποίηση των εμπειριών των εκπαιδευομένων
γ) Ο σεβασμός του τρόπου με τον οποίο ο ενήλικας μαθαίνει.

Συνοπτικά τα χαρακτηριστικά των ενήλικων εκπαιδευομένων είναι τα εξής:
α) Έχουν συγκεκριμένους στόχους. Οι στόχοι αυτοί μπορεί να είναι επαγγελματικοί, στόχοι προσωπικής ανάπτυξης, κοινωνικοί, ή απόκτησης κύρους.
β) Έχουν ευρύ φάσμα εμπειριών
γ) Έχουν καταλήξει στους προτεινόμενους τρόπους μάθησης και έχουν αποκρυσταλλώσει το ρυθμό μάθησης.
δ) Θέλουν να συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση των στόχων, στο περιεχόμενο και στις τεχνικές.
ε) Αντιμετωπίζουν εμπόδια στη μάθηση.