Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Μη λεκτική συμπεριφορά


Με τον όρο μη λεκτική συμπεριφορά εννοούμε την έκφραση συναισθημάτων, διαθέσεων, στάσεων και γενικότερα την εκδήλωση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου μέσω του σώματος. Αυτή η εξωτερίκευση πραγματοποιείται μέσω μη λεκτικών καναλιών επικοινωνίας στα οποία εντάσσονται κυρίως η έκφραση και οι μορφασμοί του προσώπου, το βλέμμα, οι κινήσεις και η στάση του σώματος, η ένταση και το ύψος της φωνής κτλ.

Πιστεύω ωστόσο ότι η μη-λεκτική επικοινωνία των εκπαιδευτών ενηλίκων δεν αποτελεί φυσικό προίκισμό, κάτι δηλαδή το οποίο οφείλεται στα γονίδια του κάθε ανθρώπου, αλλά αντίθετα αποτελεί έκφραση της φιλοσοφίας του και των στάσεών του ατόμου ως εκπαιδευτής.  Για παράδειγμα, έρευνες έχουν δείξει ότι όταν οι εκπαιδευτές αντιμετωπίζουν με ενδιαφέρον τα προβλήματα των εκπαιδευομένων αυτό εκδηλώνεται και στις κινήσεις του σώματος, δηλαδή στην έκφραση του προσώπου, στο βλέμμα, στις κινήσεις των χεριών κτλ.  Συνεπώς, η μη –λεκτική συμπεριφορά μπορεί να αλλάξει και προκειμένου οι αλλαγές αυτές να είναι ειλικρινείς και μόνιμες, θα πρέπει να συνοδεύονται από μία παράλληλη αλλαγή στη φιλοσοφία του εκπαιδευτή.
Συνεπώς, ένα σημαντικό βήμα προς στην επίτευξη γνησιότερης και αποτελεσματικότερης επικοινωνίας μεταξύ εκπαιδευτή και εκπαιδευομένων είναι η συνειδητοποίηση αφενός του γεγονότος ότι η επικοινωνία δε γίνεται μόνο λεκτικά αλλά και μη – λεκτικά και αφετέρου ότι η φιλοσοφία του εκπαιδευτή εκφράζεται και στη μη –λεκτική επικοινωνία.

Πως θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η σύγκρουση στην


-      Ο εκπαιδευτής ενθαρρύνει τα μέλη να εργάζονται σε υποομάδες, δηλαδή να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που ευνοούν το χτίσιμο του ομαδικού πνεύματος.
-      Ο εκπαιδευτής είναι βοηθητικός και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνει του εκπαιδευόμενους να μειώσουν το άγχος τους. Γενικά δημιουργείται ένα καλό συναισθηματικό κλίμα στην ομάδα.
-      Φροντίζει να τηρούνται οι κανόνες λειτουργίας που έχουν συμφωνηθεί στην αρχή του μαθήματος. Οι κανόνες είναι ευκρινείς, σαφής, λειτουργικοί και αποδεκτοί από όλη την ομάδα.
-      Ο χώρος έχει διαμορφωθεί κατάλληλα, με μετακινήσεις καθισμάτων.
-      Ο βαθμός δυσκολίας της άσκησης ανταποκρίνεται στις δυνατότητες των εκπαιδευομένων. Ο ρυθμός εργασίας μπορεί να προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες ανάγκες της ομάδας. Οι εκπαιδευόμενοι εργάζονται χωρίς άγχος και βιασύνη.
-      Ο εκπαιδευτής έχει οργανώσει με επιτυχία και φροντίδα το πρόγραμμα.
-      Ο εκπαιδευτής ενθαρρύνει και επιβραβεύει τα επιτεύγματα των εκπαιδευομένων.

Όσον αφορά τα στοιχεία που συμβάλουν στην επίτευξη θετικού κλίματος, φαίνεται ότι οι συμμετέχοντες παρά τις διαφοροποιήσεις του (για παράδειγμα ανήκουν σε διαφορετικές παρατάξεις ή έχουν διαφορετικούς ρόλους) έχουν μία συλλογική αντίληψη, δηλαδή έχουν επίγνωση ότι αποτελούν ενεργά μέλη μιας ομάδας με κύριο ενοποιητικό στοιχείο την ιδιότητά τους ως πολίτες ενός δήμου ή μιας περιοχής που τους απασχολεί ένα κοινό πρόβλημα. Με άλλα λόγια δηλαδή έχουν ένα ισχυρό κοινό στόχο, ένα πρόβλημα που πρέπει από κοινού να αντιμετωπίσουν. Μέσα από τα συμμετοχή τους στην ομάδα, αναμένουν να ικανοποιήσουν κάποιες ανάγκες τους είτε προσωπικές είτε συλλογικές.
Όσον αφορά στα εμπόδια προς την επίτευξη θετικού κλίματος, θα σχολίαζα αφενός τις σχέσεις των μελών που δεν χαρακτηρίζονται από απόλυτη εμπιστοσύνη αλλά και την μη αποδοχή των κανόνων από όλα τα μέλη της ομάδας

Παιχνίδι ρόλων


Ο σκοπός του παιχνιδιού ρόλων είναι κατά βάση η επίλυση από μέρους των εκπαιδευομένων διαφόρων ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τη συμπεριφορά, τις επικοινωνιακές ικανότητες, τις συγκρούσεις, τις κοινωνικές σχέσεις, την έκφρασή τους κτλ. Ως εκ τούτου, δε συμφωνώ με την παραπάνω πρόταση καθώς ζητούμενο του παιχνιδιού ρόλων, ως εκπαιδευτική τεχνική, είναι η αλλαγή της σκέψης και της συμπεριφοράς των εκπαιδευομένων τόσο κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού αλλά κυρίως μετά, δηλαδή στην πραγματική ζωή.
Για αυτό το λόγο, ένα απαραίτητο στάδιο που πρέπει να συνοδεύει το παιχνίδι ρόλων είναι η συζήτηση, κατά τη διάρκεια της οποίας εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενοι έχουν το χρόνο να κατανοήσουν τα συναισθήματά τους, να διατυπώσουν τις γνώμες τους, να συνθέσουν τις απόψεις και να εξάγουν συμπεράσματα με σκοπό την αλλαγή της σκέψης, της συμπεριφοράς και της έκφρασης των συμμετεχόντων στην πραγματική ζωή.

Η άσκηση και η τεχνική των ερωτήσεων απαντήσεων στην εκπαίδευση


Άσκηση θεωρείται κάθε μορφή ατομικής ή συλλογικής εργασίας που έχει ως στόχο να οδηγήσει τους εκπαιδευομένους στην εκτίμηση του τι έμαθαν και σε ποιο βαθμό το έμαθαν. Δηλαδή οι ασκήσεις βοηθούν κατά κύριο λόγο τον εκπαιδευόμενο να αξιολογήσει τη μάθησή του αλλά και τον εκπαιδευτή να αξιολογήσει τη μάθηση των εκπαιδευομένων, δηλαδή τις ελλείψεις των εκπαιδευομένων, τα σημεία που εμπεδώθηκαν αποτελεσματικά κτλ.
Ωστόσο, οι ασκήσεις πρέπει να κινητοποιούν το ενδιαφέρον των εκπαιδευομένων και να ενεργοποιούν τη συμμετοχή όλης της ομάδας. Για παράδειγμα μία άσκηση μπορεί να περιλαμβάνει ασκήσεις διαφόρων τύπων (πχ. συμπλήρωσης κενών, σωστού-λάθους, ιεράρχησης κτλ) έτσι ώστε να γίνει πιο ενδιαφέρουσα. Ειδικά όταν η άσκηση αναμένεται να καλύψει μεγάλο χρονικό διάστημα, ή όταν η προσοχή των εκπαιδευομένων διασπάται τότε συνιστάται ο εμπλουτισμός της άσκησης με την ενσωμάτωση ενεργητικών τεχνικών. Μια αποτελεσματική τεχνική που μπορεί άμεσα να κινητοποιήσει τους εκπαιδευομένους είναι η τεχνική των ερωτήσεων-απαντήσεων. Ωστόσο, ο εκπαιδευτής πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένος, έτσι ώστε οι ερωτήσεις να είναι σαφείς και να εξυπηρετούν τους στόχους της άσκησης.
Συμπερασματικά λοιπόν, η τεχνική των ερωτήσεων-απαντήσεων αποτελεί μια ενεργητική τεχνική που μπορεί να αποτελέσει μέρος μιας άσκησης, προκειμένου να κάνει την άσκηση πιο αποτελεσματική και ενδιαφέρουσα για τους εκπαιδευομένους.

Ο εκπαιδευτικός υλοποιεί τη συγκεκριμένη άσκηση προκειμένου να ελέγξει τη γνώση των μαθητών πάνω σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Ο εκπαιδευτής έχει αρκετή εμπειρία, κινείται άνετα στο χώρο και δεν είναι καθηλωμένος πίσω από μια έδρα. Επίσης, προσπαθεί με τον τόνο της φωνής του, με το σώμα του αλλά και γράφοντας κάποια καίρια σημεία στον πίνακα σαν ενεργοποιήσει και να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον των μαθητών. Οι ερωτήσεις που θέτει απευθύνονται σε όλη την τάξη, αν και ορισμένες φορές φαίνεται να απευθύνει την ερώτηση σε συγκεκριμένους μαθητές δίνοντας την εντύπωση ότι θέλει να αξιολογήσει την γνώση τους.
Ένα βασικό πρόβλημα που εντοπίζω στον τρόπο εφαρμογής της άσκησης είναι ότι η ομάδα των εκπαιδευομένων δεν κατανοεί ούτε συμμερίζεται τους σκοπούς της άσκησης. Για την ακρίβεια, ένα μέρος της ομάδας διαμαρτύρεται ότι η άσκηση δεν ανταποκρίνεται στα ενδιαφέροντά της, αποτελεί παρωχημένη γνώση και δεν έχει πρακτική εφαρμογή στην καθημερινότητά τους.
Ένα δεύτερο ζήτημα, είναι ότι ο εκπαιδευτής δε έχει εξασφαλίσει το θετικό συναισθηματικό κλίμα της ομάδας με αποτέλεσμα κάποιοι μαθητές να είναι αρνητικοί και άλλοι να έχουν στραμμένο το ενδιαφέρον τους σε διαφορετικές δραστηριότητες. Υπάρχουν επίσης και κάποια ζητήματα που απασχολούν την ομάδα και είναι σε εκκρεμότητα. Για παράδειγμα μία μαθήτρια θέτει το ζήτημα των πολιτιστικών ανισοτήτων, ένας άλλο μαθητής δεν φαίνεται να συμμετέχει καθόλου κτλ.
Ωστόσο και παρά τα προαναφερθέντα προβλήματα της ομάδας, η συγκεκριμένη άσκηση θα μπορούσε να γίνει πιο αποτελεσματική αν ο εκπαιδευτής ενεργοποιούσε το ενδιαφέρον των μαθητών και τους δημιουργούσε εσωτερικά κίνητρα μάθησης. Θα μπορούσε για παράδειγμα να εντάξει στην άσκηση ένα απόσπασμα από τη σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία ή ένα απόσπασμα από ένα κινηματογραφικό έργο, στα οποία να αναφέρεται η υποτακτική αορίστου, δίνοντας τη δυνατότητα στους μαθητές να κατανοήσουν μόνοι τους τη χρησιμότητα και αξία της συγκεκριμένης γνώσης.

Ο ρόλος του αντιρρησία και πως θα πρέπει να


Οι ρόλοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί στη δυναμική και στη διεργασία της ομάδας καθώς εκφράζουν ανάγκες της ομάδας. Οι ρόλοι μπορούν να αξιοποιηθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία και για αυτό το λόγο δεν θα πρέπει να επιχειρείται η αποσιώπησή τους αλλά ούτε και η παγίωσή τους σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Για παράδειγμα, αν ο εκπαιδευτής αναγνωρίσει το ρόλο του γελωτοποιού, συνυπολογίζοντας και τα μη λεκτικά μηνύματα των μελών της ομάδας, θα πρέπει να αναρωτηθεί μήπως η ομάδα έχει κουραστεί, ή βρίσκει το αντικείμενο βαρετό κτλ. Εφόσον αναγνωρίσει την ανάγκη της ομάδας θα μπορέσει να πρωβεί σε διορθωτικές παρεμβάσεις, για παράδειγμα να κάνει διάλειμμα, να αλλάξει το θέμα κτλ.
Το ίδιο ισχύει και για τους δύσκολους ρόλους, ένας από τους οποίους είναι και ο αντιρρησίας, ο οποίος εκφράζει την ανάγκη για αυτόνομη και δημιουργική ανάπτυξη, για διαμόρφωση και έκφραση άποψης μέσα στην ομάδα. Ο εκπαιδευτής μπορεί να αξιοποιεί τις αντιρρήσεις του εκπαιδευόμενου λέγοντας για παράδειγμα «Ο Χ εισάγει νέες οπτικές στο θέμα. Θέλει, κάποιος εκπαιδευόμενος να αναφέρει ακόμη μία διαφορετική άποψη». Επιπλέον, ο ρόλος αυτός αποτελεί μια νύξη ότι ίσως δεν πάει κάτι καλά στην όλη διαδικασία. Ίσως για παράδειγμα το περιεχόμενο δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των εκπαιδευομένων, ίσως τα ζητούμενα είναι πολύ δύσκολα και δεν συνάδουν με το επίπεδο των εκπαιδευομένων, ίσως ο ρυθμός είναι πολύ γρήγορος ή αντίθετα πολύ αργός κτλ.
Οι αντιρρήσεις, αποτελούν επίσης μια καλή ευκαιρία να κατανοήσουν οι εκπαιδευόμενοι ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για ένα συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο, αν ο αντιρρησίας δυσκολεύει την εξέλιξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ο εκπαιδευτής θα πρέπει να εμπλέξει την ομάδα δηλώνοντας ότι παρακωλύεται η εκπαιδευτική διαδικασία. Θα πρέπει ωστόσο να φροντίσει να μην στιγματιστεί ο

παράγοντες που δυσκολεύουν γενικά την ένταξη και παραμονή ευπαθών ομάδων σε προγράμματά εκπαίδευσης


Οι γενικοί παράγοντες που δυσκολεύουν γενικά την ένταξη και παραμονή ευπαθών ομάδων σε προγράμματά εκπαίδευσης είναι συνοπτικά οι παρακάτω:

- Η έλλειψη θέσεων εργασίας,
- Τα προγράμματα αυτά πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στα χαρακτηριστικά των ομάδων,
- Η έλλειψη συνέχειας των προγραμμάτων και οικονομικών πόρων.
- Η μη σύνδεση των προγραμμάτων με συστήματα ψυχο-κοινωνικής στήριξης που θα επιτρέψουν την ομαλή ένταξη.
- Η έλλειψη υποστηρικτικού πλαισίου όπως την οικογένειας
- Οι προηγούμενες αρνητικές εμπειρίες από το σύστημα της εκπαίδευσης
- Τα ψυχο-κοινωνικά προβλήματα των ανθρώπων που

Όσον αφορά στις γνώσεις που πρέπει να έχει ένας αποτελεσματικός εκπαιδευτής ενηλίκων να πρέπει να έχει καλή γνώση του θέματος που διδάσκει, Να γνωρίζει τον σκοπό της εκπαίδευσης ενηλίκων αλλά και τον σκοπό του προγράμματος εκπαίδευσης, να γνωρίζει τις αρχές της δυναμικής της ομάδας, να γνωρίζει τις προσδοκίες των εκπαιδευομένων αλλά και το ρόλο του ως πρότυπο που επηρεάζει, λεκτικά και μη-λεκτικά τη δυναμική της ομάδας.
Όσον αφορά στις ικανότητες ο αποτελεσματικός εκπαιδευτής ενηλίκων έχει χιούμορ και ευγένεια, είναι ανοιχτός στην γόνιμη αυτοκριτική αλλά και στην κριτική της ομάδας, υιοθετεί την ομαδική εργασία στη μάθηση, είναι καλός άνθρωπος (με την έννοια ότι θέλει πραγματικά την εξέλιξη των εκπαιδευομένων του), λειτουργεί με εν-συναίσθηση, θέτει όρια στον εαυτό του αλλά και στις προσδοκίες των εκπαιδευομένων, αν αγαπάει αυτό που κάνει, να έχει καλή αίσθηση του χειρισμού και του καταμερισμού του χρόνου.
Η λειτουργία μιας συνεκτικής ομάδας των εκπαιδευομένων, δηλαδή ο βαθμός στον οποίο αισθάνονται δεμένοι οι σπουδαστές, συμβάλει στη δημιουργία κλίματος οικειότητας, φιλίας και εμπιστοσύνης, μειώνει τις ανταγωνιστικές σχέσεις και τις συγκρούσεις, μειώνει το άγχος των μελών να εκφράσουν τις απόψεις και τα συναισθήματά τους, μειώνει τις αποχωρήσεις από την ομάδα, αυξάνει την εμπλοκή στη διεργασία της μάθησης.
Το αίσθημα ευθύνης στους εκπαιδευόμενους καλλιεργείται με τον να αισθάνονται ότι η γνώμη τους γίνεται σεβαστή, όταν συμμετέχουν στη στοχοθέτηση, όταν υπάρχει αλληλοσεβασμός, και εμπιστοσύνη, όταν δουλεύουν ομαδικά, όταν μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους και την κριτική τους και όταν υπάρχει σεβασμός από όλους για τους κανόνες της ομάδας.
Μέσα σε μια ομάδα είναι πιθανόν να εκφράζονται διαφωνίες, τις οποίες για να αντιμετωπίσει και αξιοποιήσει ο εκπαιδευτής θα πρέπει να ενστερνίζεται στις παρακάτω σημαντικές απόψεις: α) οι διαφωνίες τις περισσότερες φορές σημαίνουν πλούτο διαφορετικών απόψεων και εμπειριών. Αυτό σημαίνει, ότι εφόσον κοινός στόχος όλων των συμμετεχόντων είναι η αξιοποίηση αυτού του πλούτου, προκειμένου να εμπλουτιστεί η μάθηση ο διαφωνίες θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές. Β) Η ύπαρξη διαφωνιών δε καθιστούν απειλή για την ομάδα καθώς πολλές φορές εκφράζουν συγκεκριμένες ανάγκες που δεν έχουν  καλυφθεί. Για αυτό το λόγο θα πρέπει να αξιοποιούνται δημιουργικά. Με αυτόν τον τρόπο οι συμμετέχοντας αισθάνονται ότι γίνεται αποδεκτή η άποψή τους.
Ο εκπαιδευτής στη διάρκεια ενός εκπαιδευτικού προγράμματος μπορεί να αντιμετωπίσει δύσκολους εκπαιδευόμενους. Είναι σημαντικό να κατανοεί τα δικά του συναισθήματα, τη φύση και την πηγή τους ώστε να αποφύγει βίαιες αντιδράσεις απέναντι σε αυτούς τους εκπαιδευόμενους. Είναι σημαντικό να συζητήσει με την ομάδα το πρόβλημα και πως αυτό εμποδίζει τη διεργασία της ομάδας, αποφεύγοντας ωστόσο να στιγματίσει τους δύσκολους εκπαιδευόμενους ή να στρέψει την ομάδα εναντίον τους. Άλλωστε είναι πιθανό οι δύσκολοι εκπαιδευόμενοι να εκφράζουν τη δυσαρέσκεια της ομάδας συνολικά. Για αυτό ο εκπαιδευτής θα πρέπει να προσπαθήσει να αναγνωρίσει και μη-λεκτικά μηνύματα επικοινωνίας.

Η ομαδα στην εκπαιδευση ενηλικων


Η δυναμική της ομάδας αναφέρεται σε ότι συμβαίνει στην ομάδα, στα χαρακτηριστικά των μελών της, στην ποιότητα του ηγέτη, στις σχέσεις που αναπτύσσονται, στη σχέση της ομάδας με το περιβάλλον, στους ρόλους, στη δομή και στη συνοχή, κτλ. Καθώς η ομάδα εξελίσσεται αναπτύσσονται κανόνες, ρόλοι, συνεκτικές σχέσεις που διαφοροποιούν την ομάδα από μία τυχαία συνάθροιση ανθρώπων.  

 Η διεργασία της ομάδας αφορά στην αλληλουχία γεγονότων που συμβαίνουν καθώς εξελίσσεται η ομάδα, δηλαδή αφορά στις πράξεις, στις αντιδράσεις και στις συμπεριφορές που αναπτύσσονται καθώς η ομάδα προσπαθεί να επιτύχει τους στόχους της. Ο εκπαιδευτής μπορεί να παρακολουθεί τη διεργασία της ομάδας, για παράδειγμα την προσπάθεια να επιλύσει ένα πρόβλημα και να παρέμβει όταν και όπου χρειάζεται προσπαθώντας να κάνει την ομάδα να κατανοήσει τη διεργασία της και αν χρειαστεί να την αλλάξει.

Οι ρόλοι σε μια ομάδα, είναι σύνολα από συμπεριφορές και προσδοκίες για την συμπεριφορά των μελών. Οργανώνονται γύρω από την ευθύνη για ένα έργο και ενισχύονται με την απαραίτητη ισχύ. Σε όλες τις ομάδες τα μέλη αναλαμβάνουν διαφορετικούς ρόλους ανάλογα με το τι πιστεύεται για αυτά, ενώ κάποιες φορές υπάρχει διάσταση σε αυτό που πιστεύει ένα μέλος για τον εαυτό του και στον τρόπο που τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι. Οι ρόλοι δεν είναι πάντοτε οι ίδιοι, ούτε εκφράζονται από τα ίδια άτομα. Επίσης στη βιβλιογραφία, υπάρχουν διάφοροι ορισμοί για τον ίδιο ή για παρεμφερείς ρόλους. Οι ρόλοι είναι κάτι περισσότερο από την έκφραση προσωπικών αδυναμιών ή ιδιαιτεροτήτων.

Μερικοί τυπικοί ρόλοι που αναδύονται σε μια ομάδα είναι οι εξής:
Ο ρόλος του ηγέτη: Αναλαμβάνει πρωτοβουλίες προς την επίτευξη των στόχων, εκφράζει τις ανάγκες τις ομάδας και εκπροσωπεί τα συμφέροντά της. Ως ρόλο εκφράζει την επιθυμία της ομάδας να ανταπεξέλθει στο έργο και να πετύχει τους στόχους της αλλά και να διατηρήσει τη συνοχή της σε υψηλό επίπεδο.
Ο ρόλος του συναισθηματικά υπεύθυνου/ συγκινησιακό βαρόμετρο: Είναι το άτομο που συνεχώς διαφωνεί και δυσανασχετεί σε κάθε αλλαγή, όταν ζητείται από την ομάδα κάτι διαφορετικό. Εκφράζει την ανάγκη της ομάδας να εκφράζει τα συναισθήματα της. Παρόμοιος ρόλος είναι και αυτός του γελωτοποιού που εκφράσει την ανάγκη της ομάδας για ξεκούραση και ο ρόλος του πειραχτηριού.
Ο αντιρρησίας: Εκφράζει τις αντιρρήσεις του και με αυτόν τον ρόλο εκφράζει την ανάγκη της ομάδας για αυτοδιάθεση αλλά και την ανάπτυξη μέσω της αντιπαράθεσης.
Ο ιδιαίτερος/ αποκλίνων: Είναι αυτός που θέλει να δουλεύει με το δικό του τρόπο και ρυθμό. Εκφράζει την ανάγκη των μελών της ομάδας να συνδεθούν με τις προσωπικές τους ανάγκες, τις προσωπικές τους ανάγκες και την πορεία της ζωής τους. Αν δεν ενσωματωθεί μπορεί να καταλήξει παρείσακτος.
Ο αποδιοπομπαίος τράγος αναλαμβάνει το φορτίο του λάθους. Εκφράζει την ανάγκη της ομάδας να αναγνωρίζει τα λάθη της αλλά και το γεγονός ότι τα λάθη μπορούν να είναι εποικοδομητικά.
Ο συνεχώς ερωτών: Δίνει τη δυνατότητα στον εκπαιδευτή να παρατείνει την εισήγηση και κατά συνέπεια εκφράζει την ανάγκη της ομάδας να γυρίσει στις τυπικές μορφές διδασκαλίας.
Ο Παντογνώστης, ο ειδικός, ο λεπτολόγος: Η συμβολή τους στη διεργασία είναι ότι προσανατολίζουν την ομάδα στο έργο που έχει αναλάβει.

Οι ρόλοι σε μια ομάδα είναι χρήσιμοι καθώς εκφράζουν και υπηρετούν συγκεκριμένες ανάγκες της ομάδας. Ωστόσο, καθίστανται δυσλειτουργικοί σε δύο περιπτώσεις: α) Όταν παγιώνονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και με συγκεκριμένη μορφή και β) όταν επιχειρείται η αποσιώπησή τους. Αυτό σημαίνει ότι ο εκπαιδευτής πρέπει να προσπαθεί να κατανοεί και να αναγνωρίζει τους ρόλους που αναδύονται σε μια ομάδα και να του αξιοποιεί ανάλογα. Για παράδειγμα όταν διαπιστώσει ότι ένα μέλος κάνει συνεχώς αστεία ενδεχόμενα να κατανοήσει ότι πρέπει να γίνει διάλειμμα ή να αλλάξει τον τρόπο εργασίας. Η μπορεί να χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο ρόλο λέγοντας για παράδειγμα «Βλέπουμε, τα τελευταία λεπτά ο χ κάνει συνεχώς αστεία, το προτείνετε;»
Ο εκπαιδευτής μπορεί να αξιοποιήσει του ρόλους προκειμένου να ενεργοποιήσει όλα τα μέλη. Έχει αποδειχτεί ότι τα αδύναμα μέλη συμμετέχουν περισσότερο όταν τους δοθούν συγκεκριμένες εργασίες και πληροφορίες. να εντάξει κάποιο μέλος που είναι απομονωμένο, αναθέτοντος του για παράδειγμα κάποιον ρόλο ευθύνης. Επίσης, μπορεί να αντιμετωπίσει ένα μέλος που μονοπωλεί το ενδιαφέρον αν στραφεί στην ομάδα εμπλέκοντας όλα τα μέλη στη συζήτηση.

Όσον αφορά στους δύσκολους ρόλους σε μια ομάδα στη συμβουλευτική διαδικασία, αυτοί δυσκολεύουν την επικοινωνία στην ομάδα καθώς τα μέλη που τους υποδύονται παρεμβαίνουν με το δικό τους τρόπο και αλλοιώνουν τη δυναμική της. Πολλές φορές αλλάζουν τη ροή της συμβουλευτικής διαδικασίας αλλοιώνοντας ακόμη και τον αρχικό σχεδιασμό της. Ωστόσο, ο εκπαιδευτής μπορεί να αντλήσει πληροφορίες από τους συγκεκριμένους ρόλους, καθώς αυτοί εκφράζουν τις στάσεις και τη προδιάθεση της ομάδας καθώς και συγκεκριμένα συναισθήματα. Ως εκ τούτου, ο εκπαιδευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει τους ρόλους ως ανατροφοδότηση για να αλλάξει τη διαδικασία.

Ο εκπαιδευτής πρέπει να αντιμετωπίζει τους ρόλους ως εξής:
Α) Να αναγνωρίζει τους ρόλους και τη σημασία τους για τη διεργασία της ομάδας, Β) Να αξιολογεί αξιοποιώντας και άλλα στοιχεία (πχ τη μη-λεκτική επικοινωνία) την αξία του ρόλου τη δεδομένη στιγμή και γ) Να παρεμβαίνει προς όφελος της ομάδας. Αν διαπιστώσει ο εκπαιδευτής ότι κάποιοι ρόλοι έχουν παγιωθεί σε συγκεκριμένα άτομα συνιστάται η παρέμβαση του. Αν επίσης διαπιστώσει ότι οι ρόλοι εναλλάσσονται επιτυχώς είναι θεμιτό να επικροτείται η ομάδα. Επίσης αν κάποια άτομα δεν έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες μπορεί να επιχειρηθεί η ανάθεση του ρόλου του ηγέτη. Επίσης, οι ρόλοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ενεργοποιηθεί η συμμετοχή όλων των μελών της ομάδας. Έχει αποδειχτεί ότι τα αδύναμα μέλη αυξάνουν τη συμμετοχή τους αν τους δοθούν συγκεκριμένα εργαλεία και πληροφορίες που βοηθούν το έργο της ομάδας.

Τα στάδια ωρίμανσης και ανάπτυξης μιας ομάδας είναι τα εξής: Διαμόρφωση, σύγκρουση, ρύθμιση, απόδοση, ολοκλήρωση. Στο στάδιο σύγκρουσης της ομάδας ο εκπαιδευτής μπορεί να βοηθήσει τα μέλη της ομάδας, βοηθώντας τους να κατανοήσουν τα αίτια τους άγχους τους, να κατανοήσουν τις στάσεις και τις συμπεριφορές που προκαλούν τις συγκρούσεις, να φροντίσει να τηρούνται οι κανόνες που έχουν συμφωνηθεί, να αντιμετωπίζουν ευθέως και δημιουργικά τις συγκρούσεις, να προστατεύσει τα μέλη από επιθετική συμπεριφορά. Να επιλύουν δημιουργικά τις διαφορές, να αναστοχαστουν όσον αφορά στις αιτίες των συγκρούσεων, να αποσαφηνίσουν το ρόλο που έχουν στην ομάδα.

Το εκπαιδευτικό συμβόλαιο γίνεται στην αρχή του προγράμματος και στο πρώτο στάδιο της εξέλιξης της ομάδας που είναι η διαμόρφωση. Το εκπαιδευτικό συμβόλαιο ισχύει για όλη τη διάρκεια το προγράμματος αν και μπορεί να δεχτεί τροποποιήσεις. Το συμβόλαιο πρέπει να περιλαμβάνει: τι ανάγκες των εκπαιδευομένων, τη διατύπωση των προσδοκώμενων στόχων, τις μέθοδος διδασκαλίας, τους κανόνες λειτουργίας της ομάδας, την

Η προσέγγιση του Paolo Freire για την εκπαίδευση ενηλίκων.


Ο Paolo Freire πιστεύει πως η τυπική εκπαίδευση μεταφέρει την κυρίαρχη κουλτούρα και ιδεολογία μέσω της απομνημόνευσης. Την εκπαίδευση αυτή την ονομάζει αποταμιευτική εκπαίδευση. Αντίθετα το μοντέλο που προτείνει ονομάζεται εκπαίδευση ανάδειξη προβλημάτων και στοχεύει στη σύνδεση της κοινωνικής πραγματικότητας με τη συνείδηση των εκπαιδευομένων με σκοπό την κοινωνική αλλαγή. Επομένως η εκπαίδευση της αποταμίευσης εκφράσει την άρχουσα τάξη και έρχεται σε αντιπαράθεση με την εκπαίδευση της ανάδειξης προβλημάτων που εκφράζει τους καταπιεσμένους. Σκοπός της εκπαίδευσης πρέπει να είναι η χειραφέτηση των καταπιεσμένων.
Περιγράψτε την έννοια της πράξης σύμφωνα με την οπτική του Paolo Freire. Η πράξη σύμφωνα με τον Freire στοχεύει στην ανάπτυξη του κριτικού στοχασμού μέσω αναπαραστάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας και είναι σημαντική καθώς οδηγεί στην αμφισβήτηση της υπάρχουσας γνώσης. Η αμφισβήτηση είναι σημαντική καθώς οδηγεί τον εκπαιδευόμενο στη συνειδητοποίηση και τελικά στην κοινωνική αλλαγή. Η πράξη δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο στοχασμός πάνω στην εμπειρία που εναρμονίζεται με την ανάληψη κοινωνικής δράσης. Η πράξη σύμφωνα με τον Freire στοχεύει στον εξανθρωπισμό και στο μετασχηματισμό του κοινωνικό-πολιτισμικού περιβάλλοντος του ενήλικου εκπαιδευόμενου.  
Με όρο κριτική συνειδητοποίηση εννοούμε την απόκτηση μιας σταθερής κριτικής θέασης έτσι οι καταπιεζόμενοι να αντιλαμβάνονται στις δομές της κοινωνίας που τους καταπιέζουν, οδηγούν στην απανθρωποίησή της. Σε συνεργασία με τον εκπαιδευτή εκτός από τη συνειδητοποίηση θα είναι σε θέση θα θέσουν τις βάσεις και να αναλάβουν δράση για κοινωνική αλλαγή. Η κριτική συνειδητοποίηση επιτυγχάνεται μέσω της κατανόησης των αιτιών που οδηγούν στη δημιουργία καταπιεστικών δομών.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Η ανδραγωγική θεωρία του Malcolm Knowles.


Ποια είναι η συμβολή της ανδραγωγικής στη θεωρία της μάθησης και στην πρακτική της εκπαίδευσης ενηλίκων; Ποια στοιχεία της ανδραγωγικής θεωρούνται ως κύριες καινοτομίες.
Η ανδραγωγική αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή προσπάθεια να διαμορφωθεί μια περιεκτική θεωρία στην εκπαίδευση των ενηλίκων. Η συγκεκριμένη θεωρητική προσέγγιση που επικράτησε για χρόνια στις ΗΠΑ άσκησε σημαντική επιρροή δίνοντας έμφαση στα ανθρωπιστικά ιδεώδη της εκπαίδευσης ενηλίκων, δημιουργώντας τις βάσεις για σημαντικές συζητήσεις σχετικά με τη φύση και την πρακτική της εκπαίδευσης ενηλίκων.
Οι κύριες καινοτομίες είναι η έμφαση στα χαρακτηριστικά των ενήλικων εκπαιδευομένων και ειδικά στην τάση τους για αυτοδιάθεση και αυτοδιαχείρηση της μάθησης μέσω της ανάληψης συγκεκριμένων πρωτοβουλιών και στον εμψυχωτικό ρόλο των εκπαιδευτών.
Οι παραδοχές της ανδραγωγικής είναι με συντομία οι εξής:
Α) Οι ενήλικοι πρέπει να γνωρίζουν αυτό που μαθαίνουν και τον σκοπό της μάθησης πριν εμπλακούν στη μάθηση. Οι εκπαιδευτές πρέπει να βοηθούν τους εκπαιδευόμενους να αναγνωρίζουν τη χρησιμότητα αυτού που μαθαίνουν.
Β) Οι ενήλικοι έχουν την τάση για αυτό-διαχείρηση και θέλουν και οι άλλοι να τους αντιμετωπίζουν με αυτόν τον τρόπο.  θέλουν να συμμετέχουν στη διαμόρφωση της μάθησης. Ο εκπαιδευτής θα πρέπει να φέρετε στους ενήλικους με σεβασμό.
Γ) Οι ενήλικοι έχουν συγκεκριμένες εμπειρίες, οι οποίες πρέπει να αξιοποιούνται μέσω της βιωματικής μάθησης.
Δ) Η μάθηση πρέπει να συνδέεται με συγκεκριμένα προβλήματα από την καθημερινή εμπειρία των εκπαιδευομένων και όχι να είναι γενική και αφηρημένη
Ε) Η έμφαση είναι στο πρόβλημα και όχι στην παροχή ακαδημαϊκών γνώσεων
Στ) Τα πιο σημαντικά κίνητρα των ενήλικων εκπαιδευομένων είναι τα εσωτερικά και όχι τα εξωτερικά κίνητρα.
O Knowles περιέγραψε μια σειρά από πρακτικές για την εκπαίδευση με βάση τις αρχές της ανδραγωγικής: α) Το μαθησιακό κλίμα βασίζεται στον αλληλοσεβασμό, στην ελευθερία έκφρασης, στο διάλογο, β) Το περιεχόμενο της διδασκαλία απαντά στις ανάγκες των εκπαιδευομένων και έχει σχέση με τα πραγματικά τους προβλήματα, γ) Ο εκπαιδευτής δεν είναι μεταφορέας γνώσης αλλά ένας διευκολυντής που ενθαρρύνει την ενεργητική συμμετοχή των εκπαιδευομένων, δ) Οι εκπαιδευόμενοι συμμετέχουν σε όλα τα στάδια της μάθησης. Ε) Οι μέθοδοι που επιλέγονται προάγουν τη συμμετοχή, την αλληλεπίδραση, την ανταλλαγή εμπειριών, την ευρετική πορεία προς τη γνώση κτλ όπως τα παιχνίδια ρόλων, οι προσωμοιώσεις, οι πρακτικές ασκήσεις κτλ.
Όσον αφορά στην αξιολόγηση, σύμφωνα με τη θεωρία της ανδραγωγικής αποτελεί ευθύνη και του εκπαιδευόμενου. Ο εκπαιδευτής θα πρέπει να δημιουργήσει ένα πρότυπο από δεξιότητες που απαιτούνται έτσι ώστε να επιτευχθεί ένα ιδανικό μοντέλο απόδοσης και με βάση αυτό το πρότυπο να μπορεί να αυτό-αξιολογηθεί ο εκπαιδευόμενος ως προς την κατάκτηση τν δεξιοτήτων.
Ο ρόλος του εκπαιδευτή είναι αυτός του διεκολυντή (facilitaror). Ο δεικολυντής ενθαρρύνει, παροτρύνει, ενισχύει και βοηθάει τη μάθηση. Έχει την ευθύνη της μαθησιακής διεργασίας αλλά και σε συνεργασία με τους εκπαιδευομένους. Συνεπώς, στα πλαίσια της ανδραγωγικής η ευθύνη της μάθησης μετατοπίζεται από τον εκπαιδευτή στους εκπαιδευομένους.

Οι απόψεις του John Dewey για την εκπαίδευση ενηλίκων / Ενεργητική- Βιωματική μάθηση


Ο John Dewey θεωρείται ο πρώτος στοχαστής που ασχολήθηκε συστηματικά με την εμπειρική μάθηση. Ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την εκπαίδευση στην παιδική ηλικία ωστόσο θεωρείται και ένας από τους σημαντικότερους θεμελιωτές της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης. Αυτό γίνεται γιατί έθεσε σε ένα αδιαχώριστο συνεχές την αρχική με τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Ο Dewey έθεσε τη μάθηση ως μια συνεχή διαδικασία ανάπτυξης που συνεχίζεται σε όλη τη ζωή του ανθρώπου αρκεί τα προηγούμενα στάδια να έχουν τεθεί σε στέρεες βάσεις. Στο έργο του εμπειρία και εκπαίδευση υποστήριξε ότι ο άνθρωπος είναι δυνατόν να βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία εκπαίδευσης. Ο Dewey αμφισβήτησε την  αποτελεσματικότητα των τυπικών μεθόδων μάθησης που καλούν τους εκπαιδευομένους να αφομοιώσουν έτοιμη γνώση, η οποία θεωρείται στατική και όμοια στο μέλλον. Αντίθετα υποστήριξε ότι μαθησιακές διεργασίες που στηρίζονται στην εμπειρία και στη δράση είναι πιο αποτελεσματικές. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες ενδυναμώνεται η πρωτοβουλία και η επιθυμία για περισσότερη μάθηση.
Ο Dewey δεν περιορίστηκε να διατυπώσει τις αρχές εκπαίδευσης ενηλίκων μέσα από την αμπάρια αλλά προχώρησε στη διατύπωση μιας συγκεκριμένης μεθοδολογίας.  Περιέγραψε την εμπειρική μάθηση σαν έναν αέναο κύκλο, όπου σε κάθε στάδιο το άτομο εμπλέκετε σε μια εμπειρία και στη συνέχεια προβαίνει σε συστηματική παρατήρηση και προβλέπει τις συνέπειες της ίδιας του της δράσης.
Συμπερασματικά, ο Dewey είναι εκείνος που προσδιόρισε ότι η μάθηση είναι η διεργασία άντλησης νοήματος από την εμπειρία και ότι ο στοχασμός πάνω στην εμπειρία είναι κύριο στοιχείο της εκπαιδευτικής διεργασίας.
Οι απόψεις του Dewey επηρέασαν βαθιά σημαντικούς στοχαστές της εκπαίδευσης όπως ο Linderman, ο Knowles, ο Carl Rogers, ο Mezirow και άλλοι.
Οι κυριότερες αρχές της εμπειρικής- βιωματικής μάθησης είναι οι παρακάτω: α) Η βιωματική μάθηση αξιοποιεί τα βιώματα των εκπαιδευομένων, β) ενεργοποιεί την συμμετοχή τους, την ανάπτυξη της σκέψης, την έρευνα και της φαντασίας, γ) Επιδιώκει την προσωπική νοηματοδότηση και όχι την απομνημόνευση των πληροφοριών, δ) Κινητοποιεί τους εκπαιδευόμενους διανοητικά και συναισθηματικά και ε) αναπτύσσει την αυτογνωσία των εκπαιδευομένων.
Οι συνθήκες που θα πρέπει να εξασφαλιστούν ώστε οι εκπαιδευόμενοι να λάβουν μέρος σε μια βιωματική μαθησιακή διαδικασία είναι: Απαραίτητο είναι το κατάλληλο υποστηρικτικό πλαίσιο, δηλαδή ένα κλίμα αποδοχής, ασφάλειας, εμπιστοσύνης, που ενθαρρύνει τους εκπαιδευομένους να συμμετέχουν, να εκφραστούν ελευθέρα, να διατυπώσουν τις απόψεις τους χωρίς να φοβούνται τη γελοιοποίηση αναπτύσσοντας την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της ομάδας. Επίσης θα πρέπει να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες που θα ενισχύουν την αυτοεκτίμησή τους και την αναγνώριση στα πλαίσια της ομάδας. Σημαντικό είναι επίσης να δοθεί σημασία στην παρατήρηση της εμπειρίας και στον στοχασμό πάνω σε αυτήν. Οι σχεδιαστές βιωματικών δραστηριοτήτων θα πρέπει να φροντίσουν να υπάρχει ισορροπία μεταξύ του δημιουργικού μέρους, δηλαδή της έκφρασης του νέου και του γνωστικού μέρους, δηλαδή της κατανόησης του περιβάλλοντος. Η εμπειρική μάθηση δεν αποτελεί μόνο μια ευχάριστη διαδικασία αλλά θα πρέπει να δίνει σημασία και στο γνωστικό κομμάτι, δηλαδή στην προσωπική νοημάτοδότηση και στη δόμηση της γνώσης από τους εκπαιδευόμενους.
Ποιες είναι οι σημαντικότερες θεωρητικές προσεγγίσεις της εκπαίδευσης ενηλίκων
Α) Η θεωρία της ανδραγωγικής του Malcolm Knowles
Β) Η κοινωνική αλλαγή του Paoro Freire
Γ) Η θεωρία της ματασχηματίζουσας μάθησης του Jack Mezirow
Δ) Ο κύκλος της μάθησης του David Kolb
Ε) Η συνθετική προσέγγιση του Peter Jarvis

Τι σημαίνουν οι όροι δια βίου μάθηση, δια βίου εκπαίδευση και εκπαίδευση ενηλίκων, το μαθησιακό κλίμα, ο ρόλος του εκπαιδευτή ενηλίκων, συμβολική και αφηρημένη μάθηση, η εμπειρική-βιωματική μάθηση.


Η δια βίου μάθηση είναι ευρύτερος όρος και περιλαμβάνει ανεξαιρέτως όλα τα στάδια και τις διαδικασίες μάθησης ενός ανθρώπου από τη στιγμή της γέννησής του, άτυπες και τυπικές μορφές μάθησης, σε οργανωμένα ή μη κέντρα. Η δια βίου εκπαίδευση αναφέρεται σε οργανωμένες δομές εκπαίδευσης ωστόσο αφορά σε όλες τις ηλικές. Αντίθετα η εκπαίδευση ενηλίκων αποτελεί ένα πεδίο θεωρητικών αναζητήσεων και πρακτικών εφαρμογών που αφορά στην οργανωμένη μάθηση (τυπική και μη-τυπική) των ενηλίκων. Επομένων η εκπαίδευση ενηλίκων αποτελεί υπο κατηγορία της δια βίου εκπαίδευσης η οποία με τη σειρά της αποτελεί υπο- κατηγορία της δια βίου μάθησης.
Επίκεντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ειδικά όταν πρόκειται για εκπαίδευση ενηλίκων αποτελούν οι ίδιοι οι εκπαιδευόμενοι. Η μαθησιακή διαδικασία πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις εκπαιδευτικές τους ανάγκες, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τις δυνατότητες μάθησης αλλά και τον ρυθμό με τον οποίο μαθαίνουν. Με αυτόν τον τρόπο οι εκπαιδευόμενοι γίνονται συνυπεύθυνοι στη μαθησιακή διαδικασία και στα αποτελέσματα της μάθησης. Σε διαφορετική περίπτωση θα απογοητευτούν και θα εγκαταλείψουν τη μάθηση.
Τα χαρακτηριστικά του κατάλληλου μαθησιακού κλίματος στην εκπαίδευση ενηλίκων είναι α) Η επικοινωνία που χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και ανοιχτή διάθεση στην άποψη του άλλου αλλά και στην κριτική ως δημιουργική διαδικασία, β) Ο εκπαιδευόμενος αναγνωρίζεται ως οντότητα, γ) Ο εκπαιδευόμενος επιβραβεύεται αλλά και τα λάθη του χρησιμοποιούνται με σκοπό τη βελτίωσή του, δ) Η επιβράβευση  είναι σαφής και αιτιολογημένη, ε) Οι κανόνες με βάση τους οποίους διεξάγεται η μάθηση έχουν γίνει αποδεκτοί από όλους, υπάρχει ωστόσο η ευελιξία τροποποιήσεων προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των ενήλικων εκπαιδευομένων.
Ο εκπαιδευτής ενηλίκων βοηθάει τους ενήλικους να μάθουν α) όταν χρησιμοποιεί πρακτικές ασκήσεις με παραδείγματα από την καθημερινότητα που διασυνδέονται με τη θεωρία, β) Με το διάλογο και γενικά όταν ενθαρρύνει την ενεργό συμμετοχή τους και γ) Όταν οι σχέσεις βασίζονται στην ειλικρίνεια και στον αλληλοσεβασμό.
Ο κάθε εκπαιδευόμενος είναι σημαντικό να αναγνωρίζεται ως πρόσωπο και να συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία της μάθησης. Σε κάθε εκπαιδευόμενο πρέπει να αναγνωρίζεται η προσωπική του διαδρομή, τα προσόντα του και οι ελλείψεις του, τις οποίες έρχεται να καλύψει. Επίσης οι εμπειρίες του και οι απόψεις του είναι σημαντικές τόσο για την ίδια τη μάθηση των ενηλίκων όσο και για τους υπόλοιπους. Για αυτό το λόγο ενθαρρύνεται η ενεργητική συμμετοχή προς όφελος όλων.
Η εκπαίδευση ενηλίκων αποτελεί ένα διακριτό επιστημονικό πεδίο καθώς τον τελευταίο μισό αιώνα έχουν αναπτυχθεί αρχές, προσεγγίσεις, υποθέσεις και αξιώματα με βάση τα οποία  μπορούν να ερμηνευτούν και να προβλεφθούν αντίστοιχα φαινόμενα.
Η συμβολική ή αφηρημένη μάθηση είναι το αποτέλεσμα της παρουσίασης μιας σειράς γνώσεων από τον εκπαιδευτή τους οποίους πρέπει να αφομοιώσουν οι εκπαιδευόμενοι μέσω κατάλληλης καθοδήγησης Η συμβολική μάθηση βασίζεται στην αυθεντία του εκπαιδευτή. Αντίθετα η εμπειρική μάθηση βασίζεται στη δράση είτε μέσω της εμπειρίας είτε μέσω της πρακτικής άσκησης και στη συνέχεια στην επεξεργασία των δεδομένων που αντλήθηκα,  στην ανάλυση και στον στοχασμό πάνω στην εμπειρία. Ο ρόλος του εκπαιδευτή είναι διαφορετικός από τη συμβολική μάθηση καθώς καλείται να ενεργοποιήσει και να δραστηριοποιήσει του εκπαιδευόμενους στη δράση αλλά και να αξιοποιεί την εμπειρία τους.
Το βασικό πλεονέκτημα της συμβολικής ή αφηρημένης μάθησης είναι ότι μπορεί σε σύντομο χρονικό διάστημα να μεταδώσει ένα σύνολο στους εκπαιδευομένους. Ωστόσο, το μειονέκτημα είναι ότι δεν απαιτεί την ενεργό συμμετοχή των εκπαιδευομένων, αφού αυτοί καλούνται να αφομοιώσουν γνώση που έχει αποφασιστεί χωρίς τη συμμετοχή τους και δε σχετίζεται με τα πραγματικά προβλήματα και στις ανάγκες του. Ως αποτέλεσμα οι εκπαιδευόμενοι χάνουν εύκολα το ενδιαφέρον τους. Από την άλλη μεριά η εμπειρική μάθηση απαιτεί την ενεργητική συμμετοχή των ενηλίκων, ωστόσο μειονέκτημα είναι ότι είναι χρονοβόρα και είναι δύσκολο να εξαχθούν γενικές αρχές από τις ιδιαίτερες εμπειρίες των εκπαιδευομένων.
Οι λόγοι για τους οποίους τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί έντονος προβληματισμός στην εκπαίδευση ενηλίκων πάνω στην εμπειρική μάθηση είναι επειδή έχει αποδειχτεί ότι οι εκπαιδευόμενοι μαθαίνουν καλύτερα με τη δράση, την πρακτική άσκηση και όταν αξιοποιούνται οι εμπειρίες τους παρά με τη θεωρητική συζήτηση. Υπάρχει ωστόσο και η άποψη ότι αυτό συμβαίνει επειδή μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης ενηλίκων αφορά στην επαγγελματική κατάρτιση η οποία διενεργείται μέσω πρακτικών ασκήσεων και μέσω της εμπειρίας.
Ο ρόλος του εκπαιδευτή στην εμπειρική βιωματική μάθηση είναι εξαιρετικά σημαντικός για την αποτελεσματική μάθηση. Ωστόσο πρέπει να έχει τα εξής: α) Ο εκπαιδευτής δεν είναι πάροχος γνώσης αλλά ενεργοποιεί τους εκπαιδευόμενους να συμμετέχουν, β) Ενισχύει την ικανότητα των εκπαιδευομένων να αναζητούν μόνοι τους την πληροφορία, να αναλύουν, να συζητούν, να συνεργάζονται, να αναπτύσσουν κριτική σκέψη, γ) Έχει εμπειρία στη βιωματική μάθηση, δ) Είναι ανα-στοχαστικός δάσκαλος, δηλαδή είναι έτοιμος να ασκήσει αυτοκριτική, να αλλάξει, τα διερευνήσει, ε) Είναι διαθέσιμος να διαπραγματευτεί τις ανάγκες των εκπαιδευομένων και τους όρους της μαθησιακής διαδικασίας.
Η μεγαλύτερη δυσκολία που έχει να αντιμετωπίσει ο εκπαιδευτής στη βιωματική μάθηση είναι οι στάσεις των εκπαιδευομένων που έχουν αναπτύξει στο σύστημα της τυπικής εκπαίδευσης αλλά και η ανάπτυξη κατάλληλου μαθησιακού κλίματος.